ΑΝ
ΘΕΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΓΑΛΗΝΗ
Μία
φορά και έναν καιρό ήταν ένας νέος.
Ζούσε
σε μία πολιτεία μακρινή. Ήθελε μόνο να
βοηθάει τους συνανθρώπους του. Καθώς
συζητούσε με ένα νεαρό που σπούδαζαν
μαζί, ακούει “Οι
άνθρωποι είναι
ένα κοπάδι που τρώει χορτάρι.”
Δεν
είπε τίποτα. Ήξερε ότι δεν ήταν έτσι.
Σκεφτόταν “Ό,τι
και να τρώνε, το μόνο που έχουν και
μπορούν να έχουν είναι η αρετή.”
“Όταν
αγαπάς, νιώθεις γαλήνιος”.
Αυτός
ο νεαρός, μετά από χρόνια, είχε καταφέρει
να γίνει βασιλιάς. Πήγε στο σπιτικό του
παλιού του γνώριμου, φτωχού πλην
φιλόξενου. Ζήτησε με λόγια περιφρονητικά
“Τρεις
κριθαρένιους
άρτους έχεις
να μου δώσεις;”
Μόλις πήρε του άρτους, του λέει γελώντας
“Και
εγώ σου δίνω χόρτο από το λιβάδι.”
Ακούει
ως απάντηση “Βασιλιά
μου, εμείς σου δώσαμε αυτό που τρώμε και
εσύ εκείνο που τρως”
και
θυμώνει. Κατακόκκινος από το θυμό του
του φωνάζει “
Στο
γυρισμό θα είμαι νικητής και
θα κάψω αυτή την πολιτεία. Όλοι
οι άνθρωποι θα γίνετε δούλοι
όπως κι ΕΣΥ!”.
Για
άλλη μια φορά δεν μίλησε, ήξερε ότι
δούλος γίνεσαι, μόνο όταν δέχεσαι ότι
είσαι δούλος. Σκεφτόταν “Ο
βασιλιάς, κι ας μη το ξέρει, είναι σκλάβος
του χρήματος”.