Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Περιμένοντας τον Ιούδα
-Τι περιμένω να έρθει;
Είναι ο Ιούδας να φθάσει σήμερα.


- Γιατί μέσα στη ζωή μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθομαι και δεν αποφασίζω;

-Γιατί ο Ιούδας θα φθάσει σήμερα.
Αυτός σαν έλθει θ’ αποφασίσει και για μένα.

-Γιατί στολίζομαι και πλουμίζομαι;

-Γιατί ο Ιούδας θα φθάσει σήμερα.
Και τον περιμένω τη ζωή μου να διαφεντέψει. Μάλιστα ετοίμασα
για να τον δώσω το πιο κρυφό μου χαρτί. Εκεί τον έγραψα όνειρατα κι επιθυμίες.

- Γιατί ονείρατα· γιατί επιθυμίες τον γράφω στο χαρτί και με στολίδια τον τα ζωγραφώ;

Γιατί ο Ιούδας θα φθάσει σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους Ιούδες.

-Γιατί δεν τον τα εξιστορώ;

Γιατί ο Ιούδας θα φθάσει σήμερα·
κι αυτός βαριέτ ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί γυρνώ στο σπίτι μου πολύ συλλογισμένη;

Γιατί ενύχτωσε κ' ο Ιούδας δεν ήλθε.
Και μερικοί με είπανε πως Ιούδας πια δεν υπάρχει.

Και τώρα τι θα γένω χωρίς Ιούδες.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Παράφραση του ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ Κ.Π. Καβάφη

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Η ΜΙΚΡΗ ΠΙΖΕΖ (παραλλαγή)
Η Μικρή Πιζέζ, μία τόσο δα μικρή κατσαρίδα φτερωτή. Προτίμησε να παντρευτεί αυτόν που, όταν θα θύμωνε, θα την έδερνε, αλλά με πιο ελαφρύ τρόπο. Ούτε τον σκαντζόχοιρο δέχτηκε, που θα την τρυπούσε με τα αγκάθια του. Ούτε τον γάτο, που θα τη γρατζουνούσε. Δέχτηκε να παντρευτεί τον ποντικό, που θα την έδερνε με τη μαλακιά ουρίτσα του. Πόσο τυχερή ένιωθε για την επιλογή της! Αλλά καλά καλά δεν έγιναν ζευγάρι κι ο ποντικός άκουσε από το σπίτι του μπέη μουσικές και τραγούδια. Σκέφτηκε “φαγοπότι μυρίζει!”. Εκεί με το φαΐ και το τραγούδι ξεχνά τη Μικρή Πιζέζ. Αυτή έχει πάει μόνη στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα, εκεί που τα κοπανά, τα τρίβει, τα στραγγίζει, πέφτει ΠΛΟΥΜ μες στο νερό. Δεν μπορούσε και να βγει. Βλέπει κάποιους καβαλάρηδες να ποτίζουν τα άλογα τους. Σκέφτεται “Στο σπίτι του μπέη θα πηγαίνουν”, τους φωνάζει και τους λέει “Καβαλάρηδες, στο σπίτι του μπέη, μόλις δείτε τον ποντικό να του πείτε η Μικρή Πιζέζ έπεσε στο ποτάμι”. Έτσι κι έγινε. Τότε ο κυρ Ποντικός θυμήθηκε τη γυναίκα του και τρέχει στο ποτάμι. Φωνάζει στη Μικρή Πιζέζ “Δώσε μου το χέρι σου”. Κι αυτή να μη δίνει το χέρι της, αλλά να του λέει “Πόσο σου έχω θυμώσει που με ξέχασες τόσες μέρες”. Αυτός πήρε μία χούφτα λάσπη, την πέταξε πάνω της κι έφυγε.