Το
καλύτερο πουλί;
Κάποιο
πρωινό, ο Χότζας πήγε στο παζάρι, όπως
συχνά έκανε. Μα πρώτη φορά είδε τόσο
κόσμο μαζεμένο γύρω από έναν πάγκο. Δεν
μπορούσε να καταλάβει τι είδους πραμάτεια
πουλιόταν. Πλησίασε και είδε από κοντά
ένα περίεργο πουλί. Όλα τα φωτεινά τα
χρώματα τα είχε στις φτερούγες! Κόκκινο,
κίτρινο, μπλε και
όλες τις αποχρώσεις! “Πόσο
το πουλάς;” ρωτά.
“Διακόσια φράγκα”,
ακούει. “Σαν πολλά δεν
είναι;”, λέει στον
πραματευτή. “Κι όμως
δεν είναι, τα χρώματα τα βλέπεις, αλλά
μάλλον δεν πρόσεξες ότι μιλά κιόλας, με
ανθρώπινη λαλιά”.
Το
επόμενο πρωινό, κάνει κι ο Χότζας εμφάνιση
στο παζάρι με ένα πουλί στο χέρι. Στέκεται
παραδίπλα από το περίεργο πουλί. Διαλαλεί
“Μόνο τριακόσα φράγκα”. Όλοι τον
κοιτούν περίεργα. Κάποιοι γελούν μαζί
του. Ο πραματευτής τον ρωτά “Μόνο
τριακόσια φράγκα, για μία κότα;”. “Ναι
δεν το ξέρεις είναι από το κοτέτσι μου”,
του λέει. Κι όταν του λέει ο άλλος “ε
και;”, με θαυμασμό προφέρει αργά ο
Χότζας “Είναι αυτή που κάθε πρωί και
βράδυ, στέκει ακίνητη και ακούει τα
παράπονα και τους καημούς μου. Το να
ξέρεις να ακούς είναι πιο χρήσιμο
από το να μιλάς”.