Με σάρκα γυμνή
το μαύρο ν’ αλλοιώνεις
με τη λάμψη σου.
ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ
Κάποτε, όχι και πολύ παλιά, δίπλα στο ποτάμι, ένας νεαρός έπαιζε τόσο γλυκά το σουραύλι. Τόσο γλυκά, πράγματι, που όλα τα όμορφα κοριτσόπουλα μαζεύονταν και χόρευαν. Τόσο όμορφες που μπορούσες να τις πεις και νεράιδες. Αγάπησε ο νεαρός μία από αυτές και θέλησε να την κάνει δική του. Ζήτησε τη συμβουλή του σοφού γέροντα που του είπε, κατά λέξη, “Παρατήρησε τι αγαπά αυτή και κάνε το δικό σου, έτσι θα κάνεις κι αυτή δικιά σου”. Έτσι κι έκανε, το κεφαλομάντηλο, την μπόλια της! Την πολύχρωμη! Την άρπαξε σαν της έπεσε στο χορό. Και ζήτησε και ένα φιλί για να της την δώσει. Και ακόμη φιλιούνται... και ήμουνα και εγώ εκεί με ένα κόκκινο β..., μαντήλι, και τους είδα!