Δεν μπόρεσα να σε αγαπήσω, ούτε σαν το αλάτι. Από τις άλλες κόρες άκουγες για χρυσάφι και ασήμι και έτριβες τα χέρια σου από τη χαρά σου. Δεν χρειάστηκε να με πετάξεις βαθιά μέσα στο δάσος.
Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΜΕΝΗ
Επιστρέφει και ο πατέρας και αρχίζει “Ξέρετε συνάντησα τον Τυφώνα, με τις δύο του τεράστιες φτερούγες, ψηλός μέχρι τον ουρανό. Με χέρια φίδια με αυτά μου είπε ότι θα έρθει να σε αρπάξει. Δεν γλιτώνεις, με τα χέρια του αρπάζει και πνίγει όλον τον κόσμο. Μέσα σε μία τέτοια ανεμοθύελλα, με πλησίασε και μου λέει “Δίνεις την κόρη σου ή χάνεσαι και εσύ!”. Με καταλαβαίνεις, είπα “την κόρη μου πάρε” . Να ετοιμάζεσαι!”.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ
Ένα κορίτσι είμαι, όπως και πολλά άλλα, που έζησαν παλιά, χθες, αύριο. Κομμένα χέρια. Πώς συνέβη; Και μάλιστα χωρίς να το καταλάβω. Μεγάλωνα με το σκεπτικό “Θα σου δώσω αυτό, εάν μου δώσεις εκείνο;”. Από τα μικράτα μου, έτσι με μεγάλωναν οι γονείς. Δεν τους έβλεπα συχνά, αλλά αυτό μόνο θυμάμαι.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ