Και έρχεται ο έβδομος χρόνος! Και ο φύλακας, να σου, και το θυμάται! Φέρνει το λουκούμι με φιστίκι. Το βλέπει ο βεζίρης και δεν πίστευε στα μάτια του. Τι να διαλέξει να φάει πρώτο; Το λουκούμι που τόσο λαχταρούσε ή τη σούπα με τα μαμούνια και το ξεροκόμματο. Έβαλε στην άκρη το λουκούμι, έτρωγε τη σούπα και ολοένα το κοιτούσε και το λαχταρούσε. Ένας ποντικός να σου τον! Αρπάζει το λουκούμι με φιστίκι. Τρέχει ο ποντικός. Τρέχει ο βεζίρης. Τον πιάνει από την ουρά. Φοβάται ο ποντικός και κατουρά πάνω στο λουκούμι. Το βλέπει ο βεζίρης μες τις τρίχες του ποντικού και όχι μόνο και βάζει κάτι γέλια τόσο δυνατά. Τα ακούει ο φύλακας έρχεται και τον ρωτά "Άνθρωπε μου, τρελάθηκες;"
"Καλά είμαι, βρες τρόπο να ειδοποιήσεις τους δικούς μου να επιστρέψουν" του λέει ο βεζίρης. Έτσι κι έκανε ο φύλακας. Την άλλη μέρα μπαίνουν στη φυλακή στρατιώτες, οι πιο διαλεχτοί του χαλίφη. Σπάνε τις αλυσίδες και τον φέρνουν μπροστά στον χαλίφη. Και ο χαλίφης του λέει "Συγγνώμη, συγχώρησε με. Τους βρήκαμε τους συκοφάντες. Μάθαμε τι έγινε. Θα γυρίσεις στο σπιτικό σου και θα σε γεμίσω με τόσα πλούτη και σένα και τα παιδιά σου και τα παιδιά των παιδιών σου". Γύρισε στο αρχοντικό του. Εκείνη την ώρα έρχονται οι δικοί του και η γυναίκα του. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται. Όταν μένουν μόνοι, η Φατιμά τον ρωτά "Πριν από χρόνια μας ζήτησες να φύγουμε αμέσως. Να φύγουμε κρυφά. Και τώρα πάλι μας κάλεσες να γυρίσουμε". "Ναι, Φατιμά", της λέει ο βεζίρης, "το θυμάσαι το δαχτυλίδι στο χαμάμ. Όλα έδειχναν ότι είχε χαθεί και, όμως βρέθηκε πάνω στο σαπούνι. Τότε ήξερα ότι η τύχη μου δεν μπορούσε άλλο να γίνει καλύτερη. Τώρα στη φυλακή που τόσα χρόνια λαχταρούσα ένα λουκούμι με φιστίκι να σου το μπροστά μου. Το αρπάζει ένας ποντικός. Το χάνω κι αυτό και τότε νιώθω ότι η τύχη μου δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη".