Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

     Και έρχεται ο έβδομος χρόνος! Και ο φύλακας, να σου, και το θυμάται! Φέρνει το λουκούμι με φιστίκι. Το βλέπει ο βεζίρης και δεν πίστευε στα μάτια του. Τι να διαλέξει να φάει πρώτο; Το λουκούμι που τόσο λαχταρούσε ή τη σούπα με τα μαμούνια και το ξεροκόμματο. Έβαλε στην άκρη το λουκούμι, έτρωγε τη σούπα και ολοένα το κοιτούσε και το λαχταρούσε. Ένας ποντικός να σου τον! Αρπάζει το λουκούμι με φιστίκι. Τρέχει ο ποντικός. Τρέχει ο βεζίρης. Τον πιάνει από την ουρά. Φοβάται ο ποντικός και κατουρά πάνω στο λουκούμι. Το βλέπει ο βεζίρης μες τις τρίχες του ποντικού και όχι μόνο και βάζει κάτι γέλια τόσο δυνατά. Τα ακούει ο φύλακας έρχεται και τον ρωτά "Άνθρωπε μου, τρελάθηκες;"

    "Καλά είμαι, βρες τρόπο να ειδοποιήσεις τους δικούς μου να επιστρέψουν" του λέει ο βεζίρης. Έτσι κι έκανε ο φύλακας. Την άλλη μέρα μπαίνουν στη φυλακή στρατιώτες, οι πιο διαλεχτοί του χαλίφη. Σπάνε τις αλυσίδες και τον φέρνουν μπροστά στον χαλίφη. Και ο χαλίφης του λέει "Συγγνώμη, συγχώρησε με. Τους βρήκαμε τους συκοφάντες. Μάθαμε τι έγινε. Θα γυρίσεις στο σπιτικό σου και θα σε γεμίσω με τόσα πλούτη και σένα και τα παιδιά σου και τα παιδιά των παιδιών σου". Γύρισε στο αρχοντικό του. Εκείνη την ώρα έρχονται οι δικοί του και η γυναίκα του. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται. Όταν μένουν μόνοι, η Φατιμά τον ρωτά "Πριν από χρόνια μας ζήτησες να φύγουμε αμέσως. Να φύγουμε κρυφά. Και τώρα πάλι μας κάλεσες να γυρίσουμε". "Ναι, Φατιμά", της λέει ο βεζίρης, "το θυμάσαι το δαχτυλίδι στο χαμάμ. Όλα έδειχναν ότι είχε χαθεί και, όμως βρέθηκε πάνω στο σαπούνι. Τότε ήξερα ότι η τύχη μου δεν μπορούσε άλλο να γίνει καλύτερη. Τώρα στη φυλακή που τόσα χρόνια λαχταρούσα ένα λουκούμι με φιστίκι να σου το μπροστά μου. Το αρπάζει ένας ποντικός. Το χάνω κι αυτό και τότε νιώθω ότι η τύχη μου δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη". 


    Την άλλη μέρα, αξημέρωτα, στρατιώτες μπήκανε στο σπίτι του βεζίρη. Τον αλυσοδέσανε. Τον σύρανε μπροστά στον χαλίφη. Ο χαλίφης του φωνάζει θυμωμένος "Είσαι ένοχος εσχάτης προδοσίας. Θέλησες να με σκοτώσεις! Ρίξτε τον στο πιο σκοτεινό κελί!" Ο βεζίρης τον παρακαλεί "Είμαι αθώος. Σου είμαι πιστός. Με συκοφάντησαν." Ο χαλίφης δεν άκουγε τίποτα. Φώναζε και ξαναφώναζε "Στο πιο σκοτεινό κελί!".

    Τον έριξαν στο πιο σκοτεινό κελί, στο πέμπτο πάτωμα κάτω από τη γη! . Μέσα στο σκοτάδι και τη σκόνη. Μέσα στις αράχνες και τους ποντικούς. Μέσα στη σκόνη. Μέσα στη μοναξιά. 

    Τον πρώτο χρόνο έλεγε "Δεν είναι αλήθεια! Ένα κακό όνειρο βλέπω".   Το δεύτερο, θυμώνει και χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο. Τον τρίτο, κάθεται όλη μέρα σε ένα σκαμνί και κοιτά το πάτωμα. Τον τέταρτο, σκουπίζει και ξανασκουπίζει, αλλά πού να φύγουν η σκόνη, οι αράχνες και οι ποντικοί. 

    Τον πέμπτο, τον πιάνει μια παράξενη λαχτάρα! Όχι για τη γυναίκα του. Όχι για τα μεγαλεία τα παλιά. Αλλά για ένα τόσο δα μικρό λουκούμι με φιστίκι. Όλα γύρω του τα έβλεπε σαν ένα λουκούμι με φιστίκι. Τη σκόνη παντού γύρω του σαν τη ζάχαρη άχνη. Τη μούχλα σαν το πράσινο φιστίκι. 

    Παρακαλούσε τον φύλακα. Μα ο φύλακας όλο και το ξεχνούσε.