Βήμα βήμα ο δρόμος ανοίγει
Ένας κορμός ανοιχτός
Ξέφωτο
Γνώριζα για πολέμους και ξεριζωμούς. Σε όλη μου τη ζωή ευχόμουν να μην βρεθώ στη θέση των άλλων που άκουγαν ότι έχαναν τους δικούς τους και τον τόπο τους. Αλλά ποιος τα ξέρει αυτά; Το ξερίζωμα το νιώθεις με όλο σου το σώμα. Πρώτα ξεκολλά η ματιά σου- δεν θέλεις ούτε καν να γυρίσεις και να κοιτάξεις το μέχρι χθες σου πώς είναι τώρα. Πώς να κοιτάξεις; Πώς; Πονάνε τα μάτια σου, πονά η καρδιά σου, πονάς σύγκορμη. Κι όμως τα πόδια σου δεν σε προχωράνε, πονάνε να φύγουν από τον τόπο τους, από εκεί που έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Πώς να φύγουν; Πονάνε κι αυτά. (αναστεναγμοί & η σιωπή κυριαρχεί για ώρες).
Τα πρώτα μου βήματα στο χώμα μου! Σε ένα πουγκί, στο αγαπημένο μου πουγκί, πρόλαβα και έβαλα μία χούφτα χώμα από τον κήπο μου. Να το ακουμπά στην καρδιά μου. Καρδιά- χτύπος-χώμα. Χώμα-χτύπος-καρδιά. Αχ καρδιά μου, δεν θα σε ξαναδώ. Δεν θα σε γευτώ, δεν θα σε μυρίσω, δεν θα σε χαϊδέψω. Δεν θα υπάρχεις, παρά μόνο μέσα στην καρδιά μου. Εκεί βαθιά που το αίμα όλων μας σμίγει. Εκεί θα ζεις!
Αρκεί να φτάσω απέναντι. Θα φιλήσω και εκεί το χώμα. Αρκεί να φτάσω σε στεριά. Αλλιώς, Θέε μου, σμίξε με με τους αγαπημένους μου. Αλλιώς, άφησε με ζωντανή να τους θυμάμαι, να ζουν και αυτοί μέσα μου. Κάπως θα ζουν και αυτοί, αν πατήσω στεριά, αν φτάσω απέναντι. Τόσες ψυχές, πάνω σε αυτό το ψαροκάικο, τόσο κοντά, σχεδόν αγκαλιαστά καθόμαστε. Δεν μιλάμε. Τι να λέμε; Οι καρδιές μας χτυπούν τόσο δυνατά, που είναι σαν να νιώθουν Ένα και όλες μαζί να προσεύχονται προς τον Δημιουργό μας, καθώς χαράζει.