Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024


Μεταμόρφωση σε αγριελιά

    Κοντά σε ένα ποτάμι, καταμεσήμερο, νεαροί βοσκοί, βλέπουν, κάπως μακριά τους, σκιές να χορεύουν. Πηγαίνουν πιο κοντά και τις αντικρίζουν. Νεαρές, δροσερές, πανέμορφες. Κρατούσε η μία το χέρι της άλλης και χόρευαν κυκλικά. Αρχίζουν κυκλικά δήθεν να χορεύουν και οι νεαροί, κοροϊδεύοντας τις κινήσεις των κοριτσιών. Μέσα σε μία στιγμή σχεδόν χωρίς να το έχουν οι ίδιοι καταλάβει, βλέπουν ο ένας τον άλλο με μάτια γουρλωμένα. Από τους ώμους, τα χέρια, τα μαλλιά να φυτρώνουν κλαδιά ελιάς, τα πόδια τους βυθίζονται μέσα στο χώμα και να γίνονται ρίζες. Δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Μόνο πικρά δάκρυα μπορούσαν να χύνουν. Έτσι κυκλικά στέκουν ακόμη και σήμερα, εκεί στην όχθη του ποταμού. 

 

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

 



Θερινό στιγμιότυπο 

Ποιος έκανε τον ήλιο; 

Ποιος έκανε τη στεριά και τη θάλασσα; 

Ποιος έκανε τις χρυσές γραμμές μέσα στη θάλασσα; 

Αυτές τις χρυσές γραμμές, εννοώ- 

αυτές μπροστά από την ξερή, σκοτεινή γη, 

αυτές που αναφαίνονται μέσα από τη θάλασσα. 

Για μια στιγμή υπάρχουν, 

φαίνονται να υπάρχουν. 

Τώρα τις βλέπω,

όλα για λίγο υπάρχουν, 

αρκεί να προλάβει κάποιος να τα δει. 

Για λίγο, έστω για λίγο, 

έτσι υπάρχουν.  

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

 Δεν ακολούθησα 


Δεν ακολούθησα το λιοντάρι

από φόβο μην χρειαστεί να κάνω 

πέντε βήματα- μη ρισκάρω 

Δεν ακολούθησα τον τίγρη

από φόβο μην χρειαστεί να κάνω

δέκα βήματα- μη τρέξω

Δεν ακολούθησα τον αετό 

από φόβο μην χρειαστεί να κάνω

δεκαπέντε βήματα- μη πετάξω  

(Ξέχασα πως τα πόδια μου μπορούν να τρέξουν)

Σιδερένια παπούτσια μη φορέσω 

Μη τρέξω, μη πέσω, μη και πάλι μη 

Στο τέλος συρρικνώθηκα σε ένα κλιπ τιτανίου 

Αυτό έμεινε ένα κλιπ τιτανίου! 


Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

  ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

    Ετοιμάζονταν να κυνηγήσουν και να σκοτώσουν φώκιες. Ένα όνειρο που είδε ένας γέρος βοσκός να μη σκοτώσει τον θαλάσσιο ελέφαντα ούτε τις μικρές φώκιες δεν τους εμπόδισε. Όνειρο ήταν και ξεχάστηκε!  

    Το ψάρεμα πήγε καλά! Χαρούμενοι επιστρέφουν και μοιράζονται την ψαριά. Στον γέρο βοσκό έλαχε το κρέας και το δέρμα του θαλάσσιου ελέφαντα και κάποιες από τις μικρές φώκιες. Αμέσως πάει στην καλύβα του, βάζει ξερόκλαδα να καίνε, εκεί στην παραστιά, και πάνω την κατσαρόλα. Γεμίζει η καλύβα του με καπνό και ακούγεται ένας θόρυβος, κάτι τόσο δυνατό δεν είχε ξανακούσει. Κλάμα, θρήνος, χωρίς να καταλαβαίνει από πού.  Μέσα στον καπνό σαν να του φάνηκε κάτι που έμοιαζε και με γυναίκα και με φώκια να καταριέται "Τόσο φρικτό θάνατο να βρίσκεται και εσείς που ψαρεύετε και δεν σας σταματούν τα όνειρα".