Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
Μία νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι που έδινε αποχρώσεις
ασημένιες σε βουνά και πεδιάδες, ένας γεροντάκος αποφάσισε
να πάει να κόψει λίγα ξύλα ακόμη για την παρασιά. Να
ζεστάνει και τη γριούλα του! Παραμονή Χριστουγέννων. Από
μικρό παιδί άκουγε για κάτι περίεργα κακομούτσουνα πλασμάτια
που έβγαιναν από τα έγκατα της γης. Συλλογίστηκε "Σε μένα τι
κακό να κάνουν; Γέρος είμαι, τι θα μου ζηλέψουν τα πόδια μου
που τα σέρνω βήμα βήμα, τα δόντια που δεν έχω, ή την
καμπούρα μου τη μονάκριβή; Δεν έχω τίποτα να φοβάμαι!".
Έκοψε κάποια ξύλα, πρόσεχε πάντα τι έκοβε. Όχι από
δέντρα καρπερά, όχι κλαδιά γεμάτα φυλλωσιές. Αποκοιμιέται
εκεί στο δάσος. Κάτι τον ξυπνά. Μεταξύ ύπνου και ξύπνου σαν
να άκουσε μία φωνή "Ξύπνα, καμπούρη, άντε να χορέψεις μαζί
μας!". Κάποιες περίεργες ασημόμαυρες φιγούρες να σου μπροστά
του! "Θα μας τραγουδήσεις, γέροντα ό,τι σου ζητήσουμε;" "Με
χαρά, παιδιά!". "Ένα τραγούδι για τα χρόνια, τις εποχές,
τους μήνες, τις εβδομάδες, τις ημέρες, τις ώρες. Αυτό
θέλουμε"
Συλλογιόταν "Ωραία τα παιδιά, ζητάν να ακούσουν κάτι
που έχει να κάνει με τον χρόνο. Ό,τι κατεβάζει ο νους μου,
θα λέω. Έχουμε όλη τη νύχτα".
Ξεκινά "Ο χρόνος τρέχει με βήματα γοργά, έχουμε κι εμείς
για κάθε εποχή βήματα χορευτά". Αυτοί άρχισαν τα χοχο και τα
βήματα τα χορευτά. "Οι μήνες γεμάτες με γιορτές, χρώμα
αλλάζουν. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, μετά το τέλειο
αστέρι τα μάτια αντικρίζουν." Να χορεύουν και όλοι τους να
κοιτούν το ολόγιομο φεγγάρι. Ένας του λέει "Γέρο, είσαι
μεγάλος!" Συνεχίζει ο γέροντας "Στο καρναβάλι της ζωής,
κάθε καρδιοχτύπι μας να τιμούμε, να χορεύουμε και να
γελούμε".
Δεν θυμόταν και πολλά, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του.
Έβαλε τα δυνατά του να φτάσει γοργά στο σπιτικό του "Θα
ανησυχεί η γριούλα μου! Θα έχει σβήσει και η φωτιά, θα
κρυώνει!". Πήγε ξάπλωσε δίπλα της, την αγκάλιασε. Με τη
πρώτη ρόδινη ακτίνα στο παραθύρι, σηκώθηκαν. Η γριά με
γουρλωτά τα μάτια, τον ρωτά "Πού ήσουν χθες; Να ξαναπάς
να πάρεις την καμπούρα, γιατί την ξέχασες εκεί." Ξεσπούν σε
γέλια τόσο δυνατά, με την καρδιά και το βρακί τους μούσκεμα.