Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017




ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ


                                                       “Σε κάθε μας συνάντηση μ’ έναν οικείο, αντικρίζουμε έναν ξένο.”

                                                                                                                                        Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ



             Κάποτε μία γυναίκα ήταν παντρεμένη εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Ο άντρας της ξαφνικά, κάθε πρωί, άρχισε να τη ρωτά “Ποια είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ; Τι κάνεις εδώ;”. Δεν του έλεγε τίποτα. Μες τη μέρα άκουγε να της λέει “Είσαι εδώ για να μου κρατάς το χέρι, να μου δίνεις κουράγιο”. “Είσαι εδώ για να ακούς τη γκρίνια μου, να μου δίνεις δύναμη”. “Είσαι εδώ για να με αγκαλιάζεις, να νιώθω αγάπη”. Δεν την πείραζε που δεν ήξερε ποια είναι, ένιωθε ότι αγαπιούνται.





                                                                                                    
Margarita Sikorskaia

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΤΟΥΣΕ

Μια μέρα έκαναν δώρο σε έναν βασιλιά δυο γεράκια νεογέννητα. Τι να τα κάνει; Κάλεσε στο παλάτι τον καλύτερο εκπαιδευτή. Οι μέρες περνούσαν... Πάει ο εκπαιδευτής και λέει στο βασιλιά “Βασιλιά μου, το ένα γεράκι μπορεί να πετά.”. Ρωτά ο βασιλιάς “Το άλλο;”. Από την πρώτη μέρα κάθεται στο ίδιο κλαδί. Δεν κούνησε”, του λέει. Ρωτά ο βασιλιάς “Και πώς ζει; Τι τρώει;”. Ένας υπηρέτης ανεβαίνει στο δέντρο και το ταΐζει”, του λέει. Ο βασιλιάς έστειλε ντελάλη σε όλο του το βασίλειο. “Όποιος ξέρει από του γερακιού το πέταγμα, στο παλάτι να’ ρθει”. Πήγανε πολλοί, όλοι από κάτι ξέρανε. Το γεράκι παρέμενε στο ίδιο κλαδί. Ώσπου μία μέρα ήρθε ένας ξυλοκόπος. Τότε ο βασιλιάς είδε το γεράκι να αναπεταρίζει. Ρωτά ο βασιλιάς τον ξυλοκόπο “Ήρθαν τόσοι μόνο εσύ τα κατάφερες. Πώς;”. Του λέει “Έκοψα το κλαδί. Τι να κάνει το γεράκι; Άρχισε να πετά.”. Λέει ο βασιλιάς “Τότε ανακάλυψε ότι έχει φτερά.”.

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ
             Κάποτε... στις μακρινές ερήμους ένα καραβάνι έχασε το δρόμο του. Οι ταξιδευτές ήδη είχαν πορευτεί για μέρες... Είχαν αρχίσει να απελπίζονται. Ξαφνικά στον ορίζοντα είδαν μία καταπράσινη κοιλάδα και μία πάλλευκη πολιτεία. Προχώρησαν γρήγορα προς τα εκεί. Και ανακάλυψαν.. ένα ψηλό τοίχος έκλεινε το πέρασμα. Λίγοι αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν. Οι περισσότεροι έδειχναν κι έλεγαν “ Τόσο ψηλό το τοίχος! Θα πέσεις και θα σκοτωθείς.”. Κάποιοι έπεσαν. Τότε φώναζαν “Κανείς δεν μπορεί να το περάσει”. Ένας συνέχισε να σκαρφαλώνει... και τα κατάφερε. Έριξε ένα σκοινί να βοηθήσει και τους άλλους. Πήγαν να τον ευχαριστήσουν. Τότε κατάλαβαν ότι ήταν κουφός. Τα κατάφερε, επειδή δεν άκουγε τα λόγια τους. Έζησε αυτός καλά κι αυτοί που νόμιζαν ότι κανείς δεν μπορούσε να τα καταφέρει.


Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

ΝΑ ΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ!

ΝΑ ΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ!

         Κάποτε... ήταν ένας ζωγράφος. Ζωγράφιζε κορμούς και φύλλα δέντρων. Παγόνια, φασιανούς κι ορτύκια. Στους πίνακές του έβλεπες το καλάμι να αφήνεται στον άνεμο. Ένα με το φως το φόντο. Λιγοστά τα χρώματα. Οι γυναίκες έμοιαζαν με λουλούδια. Οι δράκοντες κι οι άνεμοι έμοιαζαν. Μπροστά σου έβλεπες μια τίγρη να πίνει νερό, άλλη να κουνά την ουρά της. Ένα ελάφι να προχωρά καμαρωτό.
         Μια μέρα... ένας ηγούμενος τον κάλεσε στο μοναστήρι. Του ζήτησε να ζωγραφίσει πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο. Περνούσαν οι μέρες. Όλοι ανυπόμονοι. Περίμεναν και περίμεναν. Τι να είχε ζωγραφίσει; Ώσπου ο ζωγράφος κάλεσε τον ηγούμενο να του δείξει. Ο ηγούμενος πήγε. Ο ζωγράφος ξεσκέπασε το ξύλο. Ο ηγούμενος, τότε, είδε ένα γέροντα με μακριά γένια να στέκεται κάτω από τα δέντρα και να κοιτάζει. Κρατούσε ένα κρασοπότηρο. Ο ηγούμενος κατάλαβε ότι ήταν ο μεγάλος ποιητής. Ο ποιητής δεν κοιτούσε πια έναν καταρράκτη, όπως τον ζωγράφιζαν οι άλλοι. Κι ο ηγούμενος ρώτησε
- Πού είναι ο καταρράχτης;
         Τότε ο ζωγράφος πάει κι ανοίγει την αντικρινή πόρτα. Φάνηκε ο κήπος του μοναστηριού. Ανάμεσα στους βράχους ένας μικρός καταρράχτης κυλούσε. Ο ηγούμενος κατάλαβε. Χαμογέλασε κι ευχαρίστησε το ζωγράφο.