Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

ΝΑ ΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ!

ΝΑ ΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ!

         Κάποτε... ήταν ένας ζωγράφος. Ζωγράφιζε κορμούς και φύλλα δέντρων. Παγόνια, φασιανούς κι ορτύκια. Στους πίνακές του έβλεπες το καλάμι να αφήνεται στον άνεμο. Ένα με το φως το φόντο. Λιγοστά τα χρώματα. Οι γυναίκες έμοιαζαν με λουλούδια. Οι δράκοντες κι οι άνεμοι έμοιαζαν. Μπροστά σου έβλεπες μια τίγρη να πίνει νερό, άλλη να κουνά την ουρά της. Ένα ελάφι να προχωρά καμαρωτό.
         Μια μέρα... ένας ηγούμενος τον κάλεσε στο μοναστήρι. Του ζήτησε να ζωγραφίσει πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο. Περνούσαν οι μέρες. Όλοι ανυπόμονοι. Περίμεναν και περίμεναν. Τι να είχε ζωγραφίσει; Ώσπου ο ζωγράφος κάλεσε τον ηγούμενο να του δείξει. Ο ηγούμενος πήγε. Ο ζωγράφος ξεσκέπασε το ξύλο. Ο ηγούμενος, τότε, είδε ένα γέροντα με μακριά γένια να στέκεται κάτω από τα δέντρα και να κοιτάζει. Κρατούσε ένα κρασοπότηρο. Ο ηγούμενος κατάλαβε ότι ήταν ο μεγάλος ποιητής. Ο ποιητής δεν κοιτούσε πια έναν καταρράκτη, όπως τον ζωγράφιζαν οι άλλοι. Κι ο ηγούμενος ρώτησε
- Πού είναι ο καταρράχτης;
         Τότε ο ζωγράφος πάει κι ανοίγει την αντικρινή πόρτα. Φάνηκε ο κήπος του μοναστηριού. Ανάμεσα στους βράχους ένας μικρός καταρράχτης κυλούσε. Ο ηγούμενος κατάλαβε. Χαμογέλασε κι ευχαρίστησε το ζωγράφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου