Το
βοτάνι της χαράς
Μια
φορά και έναν καιρό ήταν ένα ντροπαλό
παιδί. Ζούσε σε μια πολιτεία με ανθρώπους
λυπημένους. Δεν ήθελε να είναι λυπημένο.
Ήξερε ότι, όσο οι γύρω του δεν χαμογελούσαν,
θα ήταν. Έψαχνε τη λύση στα βιβλία. Κάποια
στιγμή σε ένα παλιό ημερολόγιο διαβάζει
«Μία Μέλισσα τη μέρα τη λύπη κάνει πέρα».
Την άλλη μέρα με κατεβασμένα τα μάτια
πλησιάζει κάποιους ηλικιωμένους. Τους
ρωτά “Παλιά
τρώγατε μέλισσες;” Του
βάζουν τις φωνές “Μα
τι είναι αυτά που λες;” Το πρόσωπο του
κοκκινίζει και τους λέει “Μία Μέλισσα
τη μέρα”. Ένας γέρος του λέει “τη λύπη
κάνει πέρα”. Κοιτάζει το γέρο και του
ψιθυρίζει “Ναι. Μέλισσα.” “Δεν είναι
η Μέλισσα, αλλά το χορτάρι της”,
λέει ο γέρος.
Περπατά
και σκέφτεται
«Ποιο είναι το χορτάρι της μέλισσας;».
Μπαίνει στο σπίτι. Λέει στον πατέρα του
“Μήπως έχουμε λίγο μέλι;”
Δεν
του είχε ζητήσει ποτέ τίποτα. “Αύριο
θα έχουμε.”
Το
άλλο πρωί ξεκινούν με την άμαξά τους
για το διπλανό χωριό. Με το που φτάνουν
βλέπουν στην πλατεία ανθρώπους να
πουλούν μέλι. Το παιδί ρωτά “Τρώνε οι
μέλισσες χορτάρι; Το χορτάρι των
μελισσών.” Οι μελισσοκόμοι του απαντούν
με γέλια “Μόνο τη γύρη από τα λουλούδια
και τα βότανα.” “Και το χορτάρι των
μελισσών που διώχνει τη λύπη που θα το
βρω;” “Λες για το μελισσοβότανο. Εμείς
είμαστε πάντα χαρούμενοι. Δεν το
χρειαζόμαστε. Αυτά τα λέει μία γριά που
ζει στην άκρη του χωριού.”
Ο
πατέρας του αγοράζει μέλι. Το παιδί τον
παρακαλεί να πάνε στην άκρη του χωριού
να δει τη γριά. Δεν του έχει ζητήσει ποτέ
να δει κάποιον. Φτάνουν στην άκρη του
χωριού. Βλέπουν μία καλύβα και μία γριά
έξω να σκουπίζει. Λέει ο πατέρας “Ορίστε
η καλύβα να και η γριά.” “Ξέρεις το
χορτάρι των μελισσών που διώχνει τη
λύπη;”, τη ρωτά. Του λέει η γριά “Του
λεμονιού το βάλσαμο για της ψυχής το
βάσανο.” “Βάλσαμο όχι να βαλσαμώσω,
αλλά να ζωντανέψω. Βότανο. Το λεμόνι
είναι ξινό. Τι να το κάνω;”, της αποκρίνεται.
Θυμώνει και του λέει “Δεν τα ξέρεις
αυτά ούτε εσύ που είσαι μικρός αλλά ούτε
οι μεγάλοι. Με φώναζαν μάγισσα και με
έδιωξαν.” “Ξέρω όμως ότι διώχνει τη
λύπη. Θέλω να γίνω χαρούμενος.” Το
παίρνει από το χέρι και το πάει σε έναν
κήπο. Το παιδί θαυμάζει τα πάντα γύρω
του. Κάθε φυτό έχει μπροστά του σε μία
μεγάλη πέτρα χαραγμένα γράμματα. «Το
λιβάνι της ομορφιάς» «Το γιατρικό του
στομάχου» «Η νοστιμάδα του φαγητού».
Σταματούν μπροστά σε ένα με μικρά άσπρα
λουλούδια. Η πέτρα του γράφει «το βάλσαμο
της ζωής». Σκέφτεται το παιδί «Αυτό θα
είναι!». Του λέει η γριά. “Αυτό θα σε
κάνει ευτυχισμένο.” Το παιδί την κοιτάζει
και τη ρωτά “Πώς θα μπορούσα να το κάνω;”
Και του λέει “Μερικά φύλλα σε ζεστό
νερό θα σου δώσουν ηρεμία και χαρά, όταν
το πίνεις. Πόσο θα χρειαστείς;” “Όσο
περισσότερο μπορείς.” “Θα σου δώσω και
σπόρους να φυτέψεις.” Τα φορτώνουν στην
άμαξα. Την κοιτάζει και της λέει “Θα
ξανάρθω.”
Φτάνουν
νύχτα στην πολιτεία. Τα φυτεύει στον
κήπο. Κόβει μερικά φύλλα. Τα βάζει σε
ζεστό νερό. Μοσχοβολά λεμόνι. Σκέφτεται
«Του λεμονιού το άρωμα, του καημού το
λύτρωμα». Μετά από λίγο δοκιμάζουν για
πρώτη φορά το μυστικό της χαράς. Ηρεμούν
γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Το
πρωί ξυπνά. Σκέφτεται “Χθες ήμασταν
τόσο αγαπημένοι. Το βοτάνι της χαράς
είναι και το μυστικό της αγάπης. Η αγάπη
θέλει ηρεμία. Μα πώς θα γίνουν και οι
γύρω μου χαρούμενοι;” Σηκώθηκε και
άρχισε να λέει σε κάθε άνθρωπο που
συναντούσε για το θαυματουργό βοτάνι.
Το ίδιο και ο πατέρας του. Η μητέρα του.
Η αδερφή του. Σε όποιον του ζητούσε έδινε
φύλλα. “Αυτό είναι το μυστικό της χαράς.”
Όποιος ξανάβρισκε το χαμόγελο του τον
ευχαριστούσε. Τους έλεγε για τη σοφή
γριά που ζούσε σε ένα κοντινό χωριό.
Άρχισαν
να πηγαίνουν άνθρωποι στη σοφή γριά και
να μαθαίνουν τα μυστικά των βοτάνων.
Αυτή τους καλοδεχόταν. Την ευχαριστούσαν
για τον κόπο και τη μοναξιά που είχε
αντέξει για να τα μελετήσει. Έτσι το
παιδί βρήκε το βοτάνι της αγάπης. Στα
μάτια του όλοι οι άνθρωποι άξιζαν να
είναι χαρούμενοι. Έμαθε ότι χαρούμενος
γίνεσαι, όταν προσφέρεις. Έζησαν αυτοί
καλά και εμείς καλύτερα.