Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ [ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ Ο ΓΕΡΟ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ]
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας κυνηγός είχε πάει για κυνήγι. Χωρίς να το καταλάβει, νύχτωσε και ήταν ακόμη στο δάσος. Έψαχνε να βρει το δρόμο να γυρίσει στο σπίτι του` μα δεν τα κατάφερνε. Βλέπει μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα και σκέφτεται
- Εδώ θα μείνω απόψε! Μόλις ξημερώσει, σηκώνομαι.
Περασμένα μεσάνυχτα να σου μπροστά του ένα λιοντάρι. Γίνεται κατακίτρινος από το φόβο του. Τρέμοντας φωνάζει
- Τώρα θα με φάει.
Το λιοντάρι του λέει
- Σε βλέπω που τρέμεις. Μη φοβάσαι. Δεν θα σε φάω… Είσαι στη σπηλιά μου. Θα σε φιλοξενήσω… Θα κοιμηθείς εδώ και το πρωί φεύγεις.
Το λιοντάρι ξάπλωσε δίπλα στον άνθρωπο. Αυτός που να κλείσει μάτι… φοβόταν ότι το λιοντάρι θα τον έτρωγε, ενώ κοιμόταν.
Ξημερώνει. Σηκώνονται. Το λιοντάρι τον ρωτά
- Πώς πέρασες στο φτωχικό μου;
- Καλά πέρασα. Αλλά να σου πω την αλήθεια; Τα χνώτα σου βρωμούνε.
Το λιοντάρι στενοχωρήθηκε. Ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά. Σκεφτόταν
- Γιατί να με προσβάλλει;
- Πιάσε αυτό το τσεκούρι και παίξε μου με όλη σου τη δύναμη μια στα πισινά μου, λέει στον κυνηγό.
- Μα γιατί;, τον ρωτά.
- Αν δεν το κάμεις, χάθηκες. Σε διατάζω, του λέει το λιοντάρι.
Ο κυνηγός φοβήθηκε. Άρπαξε το τσεκούρι και του έδωσε μια με όλη του τη δύναμη στα πισινά. Από φόβο μήπως το σκότωσε, το βάζει στα πόδια.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Ο άνθρωπος κυνηγούσε και ξάφνου να μπροστά του το λιοντάρι. Του λέει
- Γεια σου, παλιέ μου φίλε.
- Καλώς τον!, του λέει ο κυνηγός.
Τον πλησιάζει το λιοντάρι και του λέει
- Πώς τα πας;
- Καλά! Περάσανε τα χρόνια. Γεράσαμε. Αλλά στεκόμαστε στα πόδια μας.
- Θυμάσαι την άλλη φορά τι σε διέταξα και μου έκανες;
- Θυμάμαι.
- Βλέπεις η πληγή έκλεισε, του λέει και του δείχνει τα πισινά του.
- Ναι. Βλέπω μόνο ένα σημάδι.
- Η πληγή από το τσεκούρι έγιανε, αλλά η ψυχή μου από τον κακό σου λόγο δεν έγιανε. Ποτέ δεν ξέχασα ότι μου είπες ότι «Τα χνώτα μου βρωμάνε».
Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου