Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

ΑΙΩΡΗΣΗ


Στην πιο ψηλή ταράτσα


της τσιμεντένιας πόλης


καθώς ο Ήλιος φεύγει


σαν τα νήματα να τραβιούνται


γυρνούν σμήνη πουλιών


με περίτεχνες φιγούρες


Σημείο συνεύρεσης


με τις ψυχές που


αιωρούνται προς το φευγιό τους


-με αφετηρίες


Παθολογική, Εντατική, Επείγοντα-


παραδίδοντας στο χώμα


τα οκνηρά τους σώματα


Πουλιά-ψυχές


αιωρούνται


σπειροειδώς




Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020


ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ

            “Έχεις στο πόδι σου δεμένη μία κόκκινη κλωστή!”, αυτό του έλεγαν συχνά. “Όχι, δεν έχω”, φώναζε κάθε φορά. Αν ξανάκουγε “Κι όμως έχεις!”, ζητούσε να του τη δείξουν και πάντα του απαντούσαν “Θα τη δεις μόνος σου!”. Τίποτα δεν πίστευε από αυτά και όλο τα ξεχνούσε. Καμιά φορά τους περιέπαιζε κιόλας “Κόκκινη, ε, κόκκινη;”, “Κόκκινο, κατακόκκινο, όπως το αίμα σου”, του ψιθύριζαν. Άμα θύμωνε, έλεγε, από μέσα του – μην τον ακούσει και κανείς και τι θα πουν – “Μόνο, αν μου το πει το αίμα μου, θα το πιστέψω”.
         Ξέχασα να πω, ότι, μια φορά, από το θυμό του, μικρός ακόμη, πέταξε, με ορμή, μία πέτρα. Αυτή η πέτρα βρήκε ένα κορίτσι, ευτυχώς πάνω από το φρύδι και όχι το μάτι του. Τα χρόνια περνούν... Αρχίζει να του αρέσει μία κοπέλα. Ήρθαν κοντά, πολύ κοντά. Κι όταν ήταν να τη φιλήσει, προσέχει μία πολύ μικρή ουλή πάνω από το φρύδι, παραξενεύεται. Κάτι σαν να θυμάται... Ρωτά και μαθαίνει “Όταν ήμουν πολύ μικρή, ένα αγόρι, εκεί που έπαιζα, με πέτυχε με μία πέτρα”. Σαν σε μαγική στιγμή, είχαν ενωθεί από τότε. Το αίμα της κοπέλας με το δικό του χέρι.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020


     “Άτιμα λαντού, για χάρη σας το φεγγάρι γελά μαζί μου και δεν σταματά”, τόσα πολλά είχε φάει ο Γκανές. Φούσκωσε. Όρθιος δεν μπορούσε πια να σταθεί. Πέφτει, η κοιλιά του σκάει και τα τόσα πολλά λαντού πετάγονται έξω. Ο Γκανές καταριέται το φεγγάρι, γεμάτος θυμό, αλλά και παράπονο “άντε, χάσου κι εσύ και μη σε ξαναδώ”. Όμως, το φεγγάρι, το ρολόι του ουρανού, ο δείκτης των ονείρων, η συντροφιά των ονειροπαρμένων είναι σπουδαίος συνοδός. Όλοι θερμοπαρακαλούν, μέσα από την καρδιά τους, τον Σίβα να τα πει λιγάκι με το γιο του. Κι ο Σίβα αλλάζει τον νου του Γκανές, ο Γκανές την κατάρα. “Εντάξει, μία μέρα θα δείχνεις όλη σου την ομορφιά, μία άλλη μέρα θα κρύβεσαι, τότε θα σε ποθούν ακόμη περισσότερο και θα δέχονται και τα λιγοστά που θα τους δίνεις τις άλλες μέρες”.



Μικροπρεπής, σαν να φάνηκε ο Γκανές, αλλά πώς αλλιώς θα αντέχαμε τις νύχτες μας να τρέχουν και εμείς να ανυπομονούμε να υποκλιθούμε στην πανσέληνο;