ΚΟΚΚΙΝΗ
ΚΛΩΣΤΗ
“Έχεις
στο πόδι σου δεμένη μία κόκκινη κλωστή!”,
αυτό του έλεγαν συχνά. “Όχι, δεν έχω”,
φώναζε κάθε φορά. Αν ξανάκουγε “Κι
όμως έχεις!”, ζητούσε να του τη δείξουν
και πάντα του απαντούσαν “Θα τη δεις
μόνος σου!”. Τίποτα δεν πίστευε από
αυτά και όλο τα ξεχνούσε. Καμιά φορά
τους περιέπαιζε κιόλας “Κόκκινη, ε,
κόκκινη;”, “Κόκκινο, κατακόκκινο,
όπως το αίμα σου”, του ψιθύριζαν. Άμα
θύμωνε, έλεγε, από μέσα του – μην τον
ακούσει και κανείς και τι θα πουν –
“Μόνο, αν μου το πει το αίμα μου, θα το
πιστέψω”.
Ξέχασα
να πω, ότι, μια φορά, από το θυμό του,
μικρός ακόμη, πέταξε, με ορμή, μία πέτρα.
Αυτή η πέτρα βρήκε ένα κορίτσι, ευτυχώς
πάνω από το φρύδι και όχι το μάτι του.
Τα χρόνια περνούν... Αρχίζει να του αρέσει
μία κοπέλα. Ήρθαν κοντά, πολύ κοντά. Κι
όταν ήταν να τη φιλήσει, προσέχει μία
πολύ μικρή ουλή πάνω από το φρύδι,
παραξενεύεται. Κάτι σαν να θυμάται...
Ρωτά και μαθαίνει “Όταν ήμουν πολύ
μικρή, ένα αγόρι, εκεί που έπαιζα, με
πέτυχε με μία πέτρα”. Σαν σε μαγική
στιγμή, είχαν ενωθεί από τότε. Το αίμα
της κοπέλας με το δικό του χέρι.