"Να ξέρετε τότε εγώ ήμουν μία μαριονέτα ξύλινη, όπως τώρα` αλλά πλησίαζα και δεν πλησίασα να γίνω ένα αγόρι, όπως τόσα σε αυτόν τον κόσμο` αν δεν είχα τόση λίγη θέληση να μελετώ και αν δεν πίστευα τους κακούς συμμαθητές, δεν το έσκαγα από το σπίτι... και μια ωραία μέρα, ξύπνησα και είχα μεταμορφωθεί σε γάιδαρο με τόσα αυτιά... και τόση ουρά! Τι ντροπή ένιωσα!... Οδηγήθηκα να πουληθώ στην αγορά των γαϊδάρων, με αγόρασε ένας Διευθυντής μίας ιππικής ομάδας, σχεδίαζε να με κάνει μεγάλο χορευτή και μεγάλο σαλταδόρο στεφανιών` αλλά ένα απόγευμα, την ώρα του θεάματος, στο θέατρο έκανα μία άσχημη πτώση και έμεινα κουτσός και στα δύο μου πόδια. Τότε ο Διευθυντής, μη ξέροντας τι να κάνει έναν κουτσό γάιδαρο, με έστειλε να πουληθώ ξανά και με αγοράσατε εσείς!... Και γιατί με αγοράσατε; Με αγοράσατε για να κάνετε με το δέρμα μου ένα τύμπανο!... Ένα τύμπανο!...". "Δυστυχώς! Και για σένα πλήρωσα είκοσι σολδάτα. Και τώρα ποιος θα μου δώσει τα είκοσι καημένα σολδάτα μου;"
"Μην απελπίζεστε, κύριε. Τόσα γαϊδούρια υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο!"
Carlo Collodi, Le avventure di Pinocchio, 34