murales di Nicola D'Amico a Civitella Alfedena nel Parco Nazionale d'Abruzzo.
Πηγαίνω στο δάσος. Θέλω να συναντήσω τον λύκο να του πω να προσέχει τους ανθρώπους.
Ξέρεις, εμένα μου κρατούσε συντροφιά η Σημαδεμένη, αυτή που στο σπιτικό τους κρατούσε άσβηστη τη φωτιά. Η φωτιά την έκαιγε και της σημάδευε το πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια. Ξεθώριαζε η ομορφιά της. Έριχνε τα μαλλιά της, τα απεριποίητα, για να καλύπτει τα σημάδια. Ενώ οι αδερφές της όμορφες και περιποιημένες, με σιγουριά ασύγκριτη. Και, όμως, το κορίτσι με το σημαδεμένο πρόσωπο έφτιαξε με τα σπασμένα κοχύλια και τα ξερά καλάμια κολιέ, με τον φλοιό των δέντρων κάπα και φόρεμα. Πάνω σε αυτά χάραξε με ένα κοφτερό κόκκαλο τον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια, λουλούδια, δέντρα, ζώα. Τα φόρεσε και με τα παράταιρα παπούτσια του πατέρα της, ξεκινά το ταξίδι της, χωρίς να ακούει τις κοροϊδίες και τις κακίες των ανθρώπων του χωριού. Προχωρά μπροστά, χωρίς να κοιτάξει ούτε δεξιά ούτε αριστερά, με βήμα σταθερό. Έξω από το χωριό, αντικρίζει παντού γύρω της, στον ουρανό και τη γη, στα δέντρα, στα ποτάμια και τα βουνά το πρόσωπο της ομορφιάς. Μόνο αυτή! Το πρόσωπο της ομορφιάς καθρεφτίζει την καλοσύνη της ψυχής της, σμίγουν και σβήνουν τις ουλές και τις πληγές. Τώρα το σώμα της έδειχνε αυτό που το κορίτσι ήξερε ότι ήταν πάντα όμορφη.