Όλα τα κορίτσια εκείνη τη μεγάλη μέρα, πηγαίναμε και πηγαίναμε προς τον μεγάλο γκρεμό, στη γέρικη συκιά που έδινε τα πιο γλυκά τα σύκα. Εγώ τελευταία, ξυπόλυτη, ντυμένη με κουρέλια. Γελούσαν μαζί και με έσπρωχναν. Με φώναζαν “καημένη” και άλλα τέτοια. Τις άκουγα και δεν τις άκουγα. Προχωρούσα με σκυμμένο το κεφάλι, τα πόδια με πήγαιναν μπροστά, εγώ τα ακολουθούσα, χωρίς να κοιτάζω δεξιά και αριστερά. Μόνο μπροστά! Όχι το ένιωθα εγώ καημένη δεν ήμουν!
ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΘΑ ΠΑΩ ΚΑΙ ΕΓΩ!