Ανοίγω τα μάτια μου
καλημερίζω το νέο Φως
και μου αρκεί-
με γαλήνη
ηρεμία
όπως αξίζει στην κάθε νέα μέρα
Όχι δεν θα μου πεις, αηδόνι,
τι με περιμένει!
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω.
Και πίσω από την κουρτίνα
έχω τη δύναμη
να ανακαλύψω τι υπάρχει.
Και τις νεράιδες
με τα μάτια μου θα δω.
Με μαύρα πέπλα
τον Ήλιο θα εμποδίσω.
Με μια μου εντολή
όλα τα κοκόρια θα σφαχτούν.
Οι νεράιδες τον χρόνο θα μπερδέψουν.
Δεν θα προλάβουν να δώσουν κρασί κόκκινο
στο γιο του Εφτάμπουλου.
Και ξύπνιος θα γίνει δικός μου!
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ
Κάποτε σταυροφόρος
μετά φεουδάρχης
άρχοντα τον φώναζαν.
Κι η καρδιά του σκίρτησε
για την Πεντάμορφη του τόπου.
Και του τη δώσανε
χωρίς να τη ρωτήσουν.
Εκείνη τον Ανδρειωμένο
αγαπούσε, έναν λεβέντη βοσκό.
Τι να έκανε; Την πάντρεψαν
με τον άρχοντα, δεν γινόταν αλλιώς.
Και δυο παιδιά του έκανε.
Μέχρι που έλαχε να ξανανταμώσει
με τον Ανδρειωμένο.
Έσμιγαν μέχρι που ο άρχοντας
τους είδε.
Ο Ανδρειωμένος από βέλος νεκρός.
Η Πεντάμορφη πήδηξε στο ποτάμι και πνίγηκε.
Και τα δυο παιδιά τα πέταξε ο πατέρας τους,
από το παράθυρο, στο ποτάμι, πνίγηκαν και αυτά.
ΤΟ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΤΟ
Το φυλαχτό του Έρωτα
κι οι δυο, με πάθος, ζητούσαν
τη φλόγα Του άσβηστη ποθούσαν.
"Ναι είναι Μαγεία ο Έρωτας"
Εκείνη, στο Βορρά, με τα χέρια
κυνηγά το δυνατότερο γεράκι
το κρατά και στο Μάγο το φέρνει.
Εκείνος στο Νότο κυνηγά και
φέρνει τον παντοδύναμο αετό.
Ο μάγος τα δένει με δερμάτινες λωρίδες
"Για να δούμε πώς πετούν!"
Να πετάξουν δεν μπορούσαν
παρά άρχισαν να ραμφίζουν
το ένα το άλλο, θυμωμένα.
"Να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι"
Κανείς τους δεν μπορεί να κάνει τίποτα! Μαζεύονται και κρατάνε το κεφάλι τους. Απόλυτη σιωπή.
Τότε προχωρά προς τη μέση του κύκλου ένα σκουλήκι άσχημο και σιχαμερό. Τους λέει τραυλίζοντας “Σας σας ε ε έχω τη λύ λυ λύση. Ού ου Ούτε τα λό για ου ου ούτε οι α α γρι γρ άδες κα κα καναν τι τι τίποτα. Θα θα θα το κά κα κα νουν τα τα τα γέ γε γε λια”. Του λέει η κουκουβάγια “Να πας, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα”. Πάει το σκουλήκι, βρίσκει το βατράχι. Παραπατά και πέφτει. Χορεύει. Κάνει γκριμάτσες. Πάει να του μιλήσει και αρχίζει τα βα-βα-βα. Το βατράχι πάει να γελάσει, κρατιέται. Ώσπου σκάει σε κάτι γέλια. Κάθε ποτάμι, κάθε λίμνη, κάθε θάλασσα ξεπηδούν από το στόμα του. Το νερό πότιζει τη γη. Δέντρα και λουλούδια σιγά σιγά φυτρώνουν.
Τα ζώα μαζεύονταν, να βρουν τι να κάνουν. “Πώς θα πάρουμε πίσω τα νερά της γης;”. Πώς να τον πείσουν; Πώς να τον αναγκάσουν;
Πρώτα, πήγαν τα ζώα τα σοφά. Του λέει η κουκουβάγια “Καλέ μου βάτραχε, σκέψου λίγο. Το νερό είναι πολύτιμο για όλους μας. Δώσε μας το πίσω. Δείξε λίγη καλοσύνη.” Ο βάτραχος με καμάρι πέρδεται.
ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
Κάποτε, ένας βάτραχος κατάπινε και κατάπινε. Κατάπινε ποτάμια, λίμνες, θάλασσες. Στο τέλος, κατάπιε όλα τα νερά της γης. Δεν άφησε ούτε σταγόνα. Όλα ξεράθηκαν. Τα ζώα μαράζωναν από το καημό τους. Τον βάτραχο δεν τον ένοιαζε τίποτα. Τα ζώα έλεγαν και έλεγαν τα παράπονά τους “Ούτε σταγόνα στα ποτάμια, ούτε φύλλο στα χωράφια.” Αυτός τους έδειχνε την κοιλιά του να φουσκώνει. Τους έλεγε με καμάρι “να, εδώ μέσα είναι όλα τα νερά της γης”.
Και έρχεται ο έβδομος χρόνος! Και ο φύλακας, να σου, και το θυμάται! Φέρνει το λουκούμι με φιστίκι. Το βλέπει ο βεζίρης και δεν πίστευε στα μάτια του. Τι να διαλέξει να φάει πρώτο; Το λουκούμι που τόσο λαχταρούσε ή τη σούπα με τα μαμούνια και το ξεροκόμματο. Έβαλε στην άκρη το λουκούμι, έτρωγε τη σούπα και ολοένα το κοιτούσε και το λαχταρούσε. Ένας ποντικός να σου τον! Αρπάζει το λουκούμι με φιστίκι. Τρέχει ο ποντικός. Τρέχει ο βεζίρης. Τον πιάνει από την ουρά. Φοβάται ο ποντικός και κατουρά πάνω στο λουκούμι. Το βλέπει ο βεζίρης μες τις τρίχες του ποντικού και όχι μόνο και βάζει κάτι γέλια τόσο δυνατά. Τα ακούει ο φύλακας έρχεται και τον ρωτά "Άνθρωπε μου, τρελάθηκες;"
"Καλά είμαι, βρες τρόπο να ειδοποιήσεις τους δικούς μου να επιστρέψουν" του λέει ο βεζίρης. Έτσι κι έκανε ο φύλακας. Την άλλη μέρα μπαίνουν στη φυλακή στρατιώτες, οι πιο διαλεχτοί του χαλίφη. Σπάνε τις αλυσίδες και τον φέρνουν μπροστά στον χαλίφη. Και ο χαλίφης του λέει "Συγγνώμη, συγχώρησε με. Τους βρήκαμε τους συκοφάντες. Μάθαμε τι έγινε. Θα γυρίσεις στο σπιτικό σου και θα σε γεμίσω με τόσα πλούτη και σένα και τα παιδιά σου και τα παιδιά των παιδιών σου". Γύρισε στο αρχοντικό του. Εκείνη την ώρα έρχονται οι δικοί του και η γυναίκα του. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται. Όταν μένουν μόνοι, η Φατιμά τον ρωτά "Πριν από χρόνια μας ζήτησες να φύγουμε αμέσως. Να φύγουμε κρυφά. Και τώρα πάλι μας κάλεσες να γυρίσουμε". "Ναι, Φατιμά", της λέει ο βεζίρης, "το θυμάσαι το δαχτυλίδι στο χαμάμ. Όλα έδειχναν ότι είχε χαθεί και, όμως βρέθηκε πάνω στο σαπούνι. Τότε ήξερα ότι η τύχη μου δεν μπορούσε άλλο να γίνει καλύτερη. Τώρα στη φυλακή που τόσα χρόνια λαχταρούσα ένα λουκούμι με φιστίκι να σου το μπροστά μου. Το αρπάζει ένας ποντικός. Το χάνω κι αυτό και τότε νιώθω ότι η τύχη μου δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη".
Την άλλη μέρα, αξημέρωτα, στρατιώτες μπήκανε στο σπίτι του βεζίρη. Τον αλυσοδέσανε. Τον σύρανε μπροστά στον χαλίφη. Ο χαλίφης του φωνάζει θυμωμένος "Είσαι ένοχος εσχάτης προδοσίας. Θέλησες να με σκοτώσεις! Ρίξτε τον στο πιο σκοτεινό κελί!" Ο βεζίρης τον παρακαλεί "Είμαι αθώος. Σου είμαι πιστός. Με συκοφάντησαν." Ο χαλίφης δεν άκουγε τίποτα. Φώναζε και ξαναφώναζε "Στο πιο σκοτεινό κελί!".
Τον έριξαν στο πιο σκοτεινό κελί, στο πέμπτο πάτωμα κάτω από τη γη! . Μέσα στο σκοτάδι και τη σκόνη. Μέσα στις αράχνες και τους ποντικούς. Μέσα στη σκόνη. Μέσα στη μοναξιά.
Τον πρώτο χρόνο έλεγε "Δεν είναι αλήθεια! Ένα κακό όνειρο βλέπω". Το δεύτερο, θυμώνει και χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο. Τον τρίτο, κάθεται όλη μέρα σε ένα σκαμνί και κοιτά το πάτωμα. Τον τέταρτο, σκουπίζει και ξανασκουπίζει, αλλά πού να φύγουν η σκόνη, οι αράχνες και οι ποντικοί.
Τον πέμπτο, τον πιάνει μια παράξενη λαχτάρα! Όχι για τη γυναίκα του. Όχι για τα μεγαλεία τα παλιά. Αλλά για ένα τόσο δα μικρό λουκούμι με φιστίκι. Όλα γύρω του τα έβλεπε σαν ένα λουκούμι με φιστίκι. Τη σκόνη παντού γύρω του σαν τη ζάχαρη άχνη. Τη μούχλα σαν το πράσινο φιστίκι.
Παρακαλούσε τον φύλακα. Μα ο φύλακας όλο και το ξεχνούσε.