Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

 Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ 

    Κάποτε, δεν έχει περάσει και πολύ καιρός, ένας κορμός δέντρου 

έστεκε εκεί, ξεσπά καταιγίδα, αστραπές. Κι ένας κεραυνός χτυπά το

δέντρο, αμέσως λαμπαδιάζει όλο το δάσος. Ένας μικρός παπαγάλος

τρόμαξε, δάκρυσε. Αναρωτήθηκε "τι να κάνω;" και αμέσως σκέφτεται το 

ποτάμι. Ανοίγει τα φτερά του και πετά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε, πάνω 

από την καπνιά. Φτάνει στο ποτάμι. Γεμίζει το ράμφος του με νερό,

γυρνούσε  και το έριχνε στο φλεγόμενο δάσος. Ακόμη και όταν η φωτιά 

τσουρούφλιζε  τα φτερά και τα πόδια του, συνέχιζε. Όσο και αν τον 

έπνιγε η κάπνα, όσο κι αν τα μάτια του πονούσαν, συνέχιζε. Από το 

δάσος, στο ποτάμι, πίσω στο δάσος. 

    Τα πνεύματα του ουρανού τον βλέπουν από ψηλά, αναρωτιούνται τι 

κάνει και λένε "Καλά πώς νομίζει ένα μικρό πουλί να σβήσει τόσο 

θεόρατη φωτιά!". Ένα πνεύμα συγκινείται, μεταμορφώνεται σε χρυσαετό. 

Πλησιάζει τον μικρό παπαγάλο και του λέει "Φύγε, πέτα και φύγε. Σώσε 

τον εαυτό σου". "Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, όπως μπορώ", του λέει ο 

παπαγάλος και ο χρυσαετός δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο.

    Βλέπει τον παπαγάλο ένας κορμοράνος και σκέφτεται "Κάτι πρέπει να

κάνω κι εγώ".  Βουτά τα φτερά του στο ποτάμι και πετά για να τινάξει

το νερό στις φλόγες. Ο χρυσαετός είπε στον  κορμοράνο "Καλά πώς 

νομίζεις ένα τόσο δα μικρό πουλί να σβήσεις τόσο θεόρατη 

φωτιά!". "Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, όπως μπορώ", του λέει ο

κορμοράνος και ο χρυσαετός δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο.

    Ένας πίθηκος είδε τι έκαναν ο παπαγάλος και ο κορμοράνος, του 

άρεσε και λέει "Θα το κάνω κι εγώ". Πηγαίνει στο ποτάμι, γεμίζει τα 

χέρια του και το πετά στη φωτιά.  Ο χρυσαετός είπε τα ίδια και στον

πίθηκο "Καλά πώς νομίζεις ένα τόσο δα μικρό πλάσμα να σβήσεις 

τόσο θεόρατη  φωτιά!". "Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, όπως μπορώ", του 

λέει ο  πίθηκος και ο χρυσαετός δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο.

    Όλο και περισσότερα πλάσματα, το ένα έβλεπε το άλλο, και έκανε 

ό,τι και όπως μπορούσε. Μέχρι και ένας ελέφαντας γέμιζε την 

προβοσκίδα του και έριχνε νερό στο φλεγόμενο δάσος. Στον ελέφαντα 

δεν είπε τίποτα ο χρυσαετός. 

    Συγκινείται από την πάλη των πλασμάτων, κλαίει, γίνεται 

σύννεφο.   Ξεσπά βροχή και η φωτιά σβήνει! Όλο το δάσος μαύρο από τη 

φωτιά. Αλλά όπου πέφτει μια σταγόνα, να και ένα πράσινο μπουμπούκι! 

Σιγά σιγά το δάσος  αρχίζει να πρασινίζει!

     

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024


 

Περπατώ και ζαλίζομαι: 

ο δρόμος είναι φλογερός

με πολλά κέρινα πόδια

που αναβοσβήνουν απάνω του. 

Σβήνει, αναβοσβήνει με τα σώματά τους υγρά 

απάνω του κι άξαφνα,

όταν στραγγίζει τον ιδρώτα τους,

με πιάνει μια ανησυχία καλπάζουσα

για την ύπαρξη του ανθρώπου. 

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

 



Τι είπε ο Ήλιος; 

Κάθισα παρατηρώντας τον ορίζοντα. 

Τάχα θα ανατείλει ο Ήλιος και ο μεγάλος και ο κατ' εικόνα;

Στο μέτωπο αχτίδα μελαγχολίας το φεγγάρι 

και στο σώμα, ακόμα, 

η φλόγα του ήλιου που βασιλεύει

Πότε θα βγει στο βουνό ο παιγνιδιάτορας

βαπόρι τρελοβάπορο

την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

Με τα καμώματά του φώτισα τις μαύρες μου

Πάλι

Μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Μπαίνω μέσα στο μπαξέ 

Γεια σου, κύριε μενεξέ


Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

 




Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΙΛΑ

Μάτια ζωντανά που κοιτάζονται

πόνος που εκφράζεται

τόσα παιδιά τόσες γυναίκες 

να ξεριζώνονται -  

ένα χέρι να την αποκόβει από μία πόρτα

να την φυλά στο κόρφο του

ως θησαυρό ιερό

ως μάρτυρα γεγονότων

ως τα μάτια που είδαν- 

η εικόνα να τον ακολουθεί 

να εξιστορεί 

να θυμάται 

Φάρασα Καππαδοκίας- 1924