Ο ΣΟΦΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Κάποτε σε μια χώρα μακρινή ζούσε ένα γεροντάκι φρόνιμο και πλούσιο. Ήσυχα μαζί
με τους γιους και τις κόρες του. Ήρθε δύστυχος ο χρόνος.. Πειρατές κούρσεψαν τη
χώρα. Φτώχυναν και τα παιδιά του. Ο γέρος ζητιάνευε. Τους λέει “Παιδιά μου, δέστε με και φορέστε μου αλυσίδες. Και
στα χέρια και στα πόδια, όπως δένουν τους σκλάβους. Να με σύρετε και να με
πωλήσετε στη Μεγάλη την Πόλη. Να βγάλετε και εσείς το χρόνο”. Δένουν το γεροντάκι και απ’τα χέρια και απ’ τα πόδια. Από το λαιμό το σέρνουν και το πάνε στο
παζάρι.
Πάνε και λένε στο βασιλιά οι
παραστεκάμενοι του “Βασιλιά μας, έφεραν και
πουλούν έναν γέρο στο παζάρι”. “Πηγαίνετε τώρα, τους λέει, και ρωτήστε αν ξέρει
καμιά τέχνη”. Πάνε και τον ρωτούν “Λέγε, λέγε, γεροντάκι, ξέρεις καμιά τέχνη;”. Τους λέει “Ξέρω. Είμαι λιθογνώστης. Γνωρίζω τι αξίζουν τα
πολύτιμα λιθάρια”. “Μόνο;”, του λένε. “Και γνωρίζω και
τη φύση των ανθρώπων και των αλόγων από ποια γενιά κρατούν”. Τα λόγια
του γέροντα μετέφεραν στο βασιλιά και λέει ο βασιλιάς “Αγοράστε τον”. Πάνε στο γιο του να κάνουν παζάρι. Ο γιος τους, ο
πολλά γραμματισμένος, τους λέει “Με πέντε
χιλιάδες γρόσια, δικός σας”. Τους φάνηκε
ακριβός, βλέπεις, “Σαν πολλά δεν είναι;”. Το γεροντάκι γέρνει στο πλάι και λέει κρυφά “Πιο πολλά αξίζω, άρχοντα μου, δώστα. Ούτε αυτοί δεν
ξέρουν τι πουλούν ούτε εσύ τι αγοράζεις”. Τότε δίνουν τα πέντε. Παίρνουν το γεροντάκι και το
πάνε στο βασιλιά. Του δίνουν μια καμάρα κι ένα αφράτο παξιμάδι. Και μια κούπα
κρασάκι, να περνάει τη ζωή του.
Μετά από λίγο καιρό, στο παζάρι πουλούσε
ένας μπεζεργιάνης ένα άλογο χαριτωμένο, όπως είπαν οι παραστεκάμενοι στο
βασιλιά. Αυτός τους είπε “Πάρτε το
γεροντάκι στο παζάρι να το δει και να σας πει από ποια φυλή κρατά”. Το γεροντάκι λέει μετά στο βασιλιά “Χοντρομέρι, χοντροκόπρι, αργοκίνητο στη στράτα. Η
φοράδα σαν το γέννα, ψόφησε. Το ταλαίπωρο πουλάρι έμεινε ορφανό και το
ανάθρεψαν με γάλα βουβάλας”. Σωστά τα είπε
ο γέροντας. Του έδωσαν άλλο ένα παξιμάδι και δυο κούπες κρασάκι.
Μετά
από λίγο καιρό, άλλος έμπορος πουλούσε πετράδι σε χρυσό κουτάκι. Έλεγε “διαμάντι πολυτίμητο από τις μακρινές Ινδίες”. Πάνε στο παζάρι τον γέροντα, τον πολλά
πεπαιδευμένο. Βλέπει το πετράδι και τους λέει “Δυο καρύδια κάνει. Είναι ψεύτικο. Έχει ένα σκωληκάκι
που του δίνει λάμψη. Σαν ψοφήσει εκείνο, μένει σκοτεινός ο λίθος”. Ο έμπορος θύμωσε και του λέει “Πώς ξέρουμε ότι αυτά που λες είναι αλήθεια;”. “Φέρτε μου φύλλα από το βάτο και από τα σπαρτά μια
ρίζα. Να καπνίσουμε το λίθο, να ψοφήσει το σκωλήκι. Να μάθεις ότι αξίζει μόνο
δυο κούφια καρύδια”. Έτσι και κάνουν. Ψοφά
το σκωλήκι, χάνει τη λάμψη του ο λίθος. Δίνει στο γέροντα ο βασιλιάς άλλη μια
κούπα κρασάκι κι ένα αφράτο παξιμάδι.
Μετά
από λίγο καιρό, προξενεύουν στο βασιλιά ένα όμορφο κορίτσι. Φωνάζει ο βασιλιάς
το γέροντα να ανέβει στο παλάτι. Του δίνει κρασί και παξιμάδι. Τον πάει να δει
το κορίτσι και να του πει από ποια γενιά κρατά. Στέκεται το κορίτσι μπροστά από
το γέροντα. Της λέει “Σύρε πάνω, σύρε
κάτω, σύρε κείθε, έλα δώθε, να δω, να μάθω από ποια γενιά κρατάς”. Έτσι έκανε κι αυτή και τον ρωτά “Γέρο, πώς με είδες;”. “Ντροπή για το παλάτι” λέει ο γέροντας και γυρίζει στο παλάτι. Πηγαίνει
κοντά στο βασιλιά και του λέει το και το.
Ο
βασιλιάς τότε του λέει “Δείξε μου κι
εμένα, γέροντα, από τι γενιά κρατώ”. “Ορκίσου, βασιλιά, στη φυλακή να μη με βάλεις, να μη με
θανατώσεις ούτε να με βασανίσεις και θα σου πω”. Ορκίστηκε ο βασιλιάς πως κακό δεν θα του κάνει. “Από τη φύση σου χωριάτης. Τη βασιλεία που χεις παρά
φύση την επήρες”. Του λέει ο βασιλιάς “Σώπα, γερόντα μου, και πάω να ρωτήσω τη μάνα μου,
την ευγενική σουλτάνα”. Έτσι κι έκανε. Μαθαίνει ότι ο βασιλιάς δεν
μπορούσε να κάνει παιδιά. Του λέει “Κι ήρθε ο γέρος
ο φουρνάρης, ο χοντρός ο καρβουνιάρης, ο κατζίβελος χωριάτης, που έκαμε πολλά
γυφτούδια κι έσμιξα μαζί του”. Γυρνά στο
γεροντάκι και του λέει ο καλός ο βασιλιάς “Αλήθεια όσα μου πες”. Του δίνει χίλια φλωριά και τον ελευθερώνει, αρκεί
να μην πει σε κανέναν από τι γενιά κρατά. Χάρηκε το γεροντάκι. Γύρισε στα
παιδιά του και στα σπίτια τα δικά του. Χάρηκαν και τα παιδιά του.
Διασκευή
“ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΤΩΧΟΛΕΟΝΤΟΣ”