Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΗΜΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΡΠΑΣ

ΤΟ ΗΜΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΡΠΑΣ


        Κάποτε... στο Φαράγγι του Δράκοντα, έστεκε ένα δέντρο μαγικό. Με τον κορμό του και τις φυλλωσιές του. Έτσι έμοιαζε キリの木, σαν μία πελώρια αγκαλιά. Το ονόμαζαν κίρι το δέντρο του βασιλιά. Σήκωνε το κεφάλι του να μιλήσει με τα αστέρια. Οι ρίζες του βυθίζονταν μέσα στο χώμα. Έσμιγαν με, ξέρετε τώρα, το στρώμα του δράκοντα που κοιμόταν τόσο βαθιά.

        Μια μέρα το είδε ένας πολύ ικανός μάγος. Έκοψε τα κλαδιά του και έφτιαξε μία άρπα. Τη χάρισε στο Μεγάλο Βασιλιά. Όποιος κι αν προσπάθησε να βγάλει μελωδία από τις χορδές της δεν τα κατάφερε. Σαν η άρπα να τους χτυπούσε τα αυτιά με σκληρές, παράτονες κραυγές. Δεν αναγνώριζε κανέναν για δάσκαλο.

         Μέχρι που ήρθε ο πιο τρυφερός αρπιστής! Με το απαλό του χέρι χάιδεψε την άρπα και τρυφερά άγγιξε τις χορδές. Τραγούδησε για τη φύση και τις αλλαγές της. Για τα βουνά και τα ποτάμια. Οι μνήμες του δέντρου ξύπνησαν! Η γλυκιά ανάσα της άνοιξης χάιδευε τα κλαδιά του. Μετά τραγούδησε για τον έρωτα. Για τον πόλεμο. Για το δράκοντα που ίππευε το φως...

         Ο Μεγάλος Βασιλιάς τον ρώτησε “Πώς τα κατάφερες εσύ;” και ο τρυφερός αρπιστής του λέει “Άρχοντα, οι άλλοι τραγουδούσαν για τον εαυτό τους. Εγώ άφησα την άρπα να διαλέξει τι θα τραγουδήσει. Έγινα Ένα με την Άρπα”.

Taoist tale of the Taming of Harp



Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Ο ΕΧΩΝ ΕΝΑ ΟΣΤΡΑΚΟ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ

        Μια μέρα εκεί που αργοσερνόταν ένα σαλιγκάρι, το γνωστό οστρακοειδές με το στενόμακρο σώμα, ανασηκώνει ξάφνου τις δυο του κεραίες. Έκπληκτο. Βλέπει μπροστά του ένα άλλο στενόμακρο σαλιγκάρι. Χωρίς όστρακο! Το ρωτά “Τι έπαθες, εσύ;”. Του λέει “Για θυμήσου... Τον καινούργιο νόμο του δάσους”. “Του δάσους; Εμείς τέτοιους νόμους δεν έχουμε”, του λέει. Ξανακοιτάζει το γυμνό πια σαλιγκάρι και συνεχίζει “Ο Ενιαίος Φόρος Ακινήτων έχει έρθει από αλλού, το ξέρεις”. “Και επειδή εμείς κινούμαστε μαζί με το ακίνητο μας, αν δεν μπορέσουμε να το πληρώσουμε, αφαιρείται το κινητό μας σπίτι”, του λέει το στενόμακρο χωρίς όστρακο. Και συμπληρώνει “Μας γδύνουν. Ο έχων ένα μόνο όστρακο και τίποτα άλλο να μην έχει ούτε αυτό. Αναρωτιέμαι... Τι θα το κάνουν πια το όστρακο μου; Θα κυκλοφορούν κάποιοι από εμάς με δύο και τρία και παραπάνω όστρακα; Θα τα εκθέτουν σε συλλογές;...”

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

ΠΟΛΛΗ ΜΑΥΡΙΛΑ

ΠΟΛΛΗ ΜΑΥΡΙΛΑ

         Μια μέρα, ένα πράσινο πουλί, μάλλον χελιδόνι θα’ ταν, βρήκε στο πέταγμά του μπροστά πέντε μαύρα, κατάμαυρα πουλιά, μάλλον κοράκια θα’ ταν. Κρατούσαν πανιά ανοιχτά

ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Ε ΣΥ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ
ΜΗ ΜΑΣ ΦΑΣ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ ΜΑΣ

Το πράσινο πουλί φοβήθηκε. Με σιγανή φωνή που έτρεμε τους λέει “Έρχομαι από πολύ... μακριά”. Του λένε “Να πας ακόμη πιο μακριά. Όχι στο δικό μας τον Παράδεισο”. Τους λέει “Παράδεισος, που τρώτε σκουλήκια;”. Του λένε “Αυτά έχουμε... αυτά τρώμε... εσύ μακριά...” . “Δεν έρχομαι για αυτό”. “Δεν μας ενδιαφέρει γιατί ήρθες. Να πας πίσω στην Αφρική”, του φωνάζουν. Με ήρεμη φωνή τους λέει “Ξέρετε πώς είναι εκεί;”. “Ούτε ξέρουμε ούτε θέλουμε να μάθουμε... Εσύ μακριά”. Το πράσινο πουλί τους κατάλαβε κι έφυγε μακριά.

Bansky Clacton-on-Sea

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

ΚΙ ΟΜΩΣ ΓΕΛΑΣΕΣ



ΚΙ ΟΜΩΣ ΓΕΛΑΣΕΣ 

 
         Κι όταν ο Θεός είπε στο γέροντα θα ευλογήσω τη γυναίκα σου και θα σου κάνει παιδί, ο γέροντας προσκύνησε, αλλά είπε γελώντας Εκατό χρονών εγώ, ενενήντα αυτή και θα κάνουμε παιδί;”. Επειδή γέλασε, ο Θεός του είπε Ναι. Θα κάνετε ένα γιο σε εννέα μήνες και θα το βαφτίσετε Ισαάκ, που σημαίνει γέλιο. Η γυναίκα του, που στεκόταν πίσω, στο άνοιγμα της σκηνής, άκουσε. Γέλασε από μέσα της.  Και λέει μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα... Άλλωστε ο άντρας μου είναι γέρος. Λέει κι ο Θεός Γιατί γέλασε η γυναίκα σου από μέσα της και είπε ότι δεν μπορεί να κάνει παιδί; Σε λίγους μήνες θα έχεις ένα παιδί στην αγκαλιά σου. Αυτή φοβήθηκε και είπε Δεν γέλασα. Κι όμως γέλασες, της είπε ο Θεός.

ΓΕΝΝΗΣΙΣ 17-18, διασκευή

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Ο ΣΟΦΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ



Ο ΣΟΦΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Κάποτε σε μια χώρα μακρινή ζούσε  ένα γεροντάκι φρόνιμο και πλούσιο. Ήσυχα μαζί με τους γιους και τις κόρες του. Ήρθε δύστυχος ο χρόνος.. Πειρατές κούρσεψαν τη χώρα. Φτώχυναν και τα παιδιά του. Ο γέρος ζητιάνευε. Τους λέει Παιδιά μου, δέστε με και φορέστε μου αλυσίδες. Και στα χέρια και στα πόδια, όπως δένουν τους σκλάβους. Να με σύρετε και να με πωλήσετε στη Μεγάλη την Πόλη. Να βγάλετε και εσείς το χρόνο. Δένουν το γεροντάκι και απτα χέρια και απ τα πόδια. Από το λαιμό το σέρνουν και το πάνε στο παζάρι.
 Πάνε και λένε στο βασιλιά οι παραστεκάμενοι του Βασιλιά μας, έφεραν και πουλούν έναν γέρο στο παζάρι. Πηγαίνετε τώρα, τους λέει, και ρωτήστε αν ξέρει καμιά τέχνη. Πάνε και τον ρωτούν Λέγε, λέγε, γεροντάκι, ξέρεις καμιά τέχνη;”. Τους λέει Ξέρω. Είμαι λιθογνώστης. Γνωρίζω τι αξίζουν τα πολύτιμα λιθάρια.  Μόνο;”, του λένε. Και γνωρίζω και τη φύση των ανθρώπων και των αλόγων από ποια γενιά κρατούν.  Τα λόγια του γέροντα μετέφεραν στο βασιλιά και λέει ο βασιλιάς Αγοράστε τον. Πάνε στο γιο του να κάνουν παζάρι. Ο γιος τους, ο πολλά γραμματισμένος, τους λέει Με πέντε χιλιάδες γρόσια, δικός σας. Τους φάνηκε ακριβός, βλέπεις, Σαν πολλά δεν είναι;”. Το γεροντάκι γέρνει στο πλάι και λέει κρυφά Πιο πολλά αξίζω, άρχοντα μου, δώστα. Ούτε αυτοί δεν ξέρουν τι πουλούν ούτε εσύ τι αγοράζεις. Τότε δίνουν τα πέντε. Παίρνουν το γεροντάκι και το πάνε στο βασιλιά. Του δίνουν μια καμάρα κι ένα αφράτο παξιμάδι. Και μια κούπα κρασάκι, να περνάει τη ζωή του.
 Μετά από λίγο καιρό, στο παζάρι πουλούσε ένας μπεζεργιάνης ένα άλογο χαριτωμένο, όπως είπαν οι παραστεκάμενοι στο βασιλιά. Αυτός τους είπε Πάρτε το γεροντάκι στο παζάρι να το δει και να σας πει από ποια φυλή κρατά. Το γεροντάκι λέει μετά στο βασιλιά Χοντρομέρι, χοντροκόπρι, αργοκίνητο στη στράτα. Η φοράδα σαν το γέννα, ψόφησε. Το ταλαίπωρο πουλάρι έμεινε ορφανό και το ανάθρεψαν με γάλα βουβάλας. Σωστά τα είπε ο γέροντας. Του έδωσαν άλλο ένα παξιμάδι και δυο κούπες κρασάκι. 
           Μετά από λίγο καιρό, άλλος έμπορος πουλούσε πετράδι σε χρυσό κουτάκι. Έλεγε διαμάντι πολυτίμητο από τις μακρινές Ινδίες. Πάνε στο παζάρι τον γέροντα, τον πολλά πεπαιδευμένο. Βλέπει το πετράδι και τους λέει Δυο καρύδια κάνει. Είναι ψεύτικο. Έχει ένα σκωληκάκι που του δίνει λάμψη. Σαν ψοφήσει εκείνο, μένει σκοτεινός ο λίθος. Ο έμπορος θύμωσε και του λέει Πώς ξέρουμε ότι αυτά που λες είναι αλήθεια;”. “Φέρτε μου φύλλα από το βάτο και από τα σπαρτά μια ρίζα. Να καπνίσουμε το λίθο, να ψοφήσει το σκωλήκι. Να μάθεις ότι αξίζει μόνο δυο κούφια καρύδια. Έτσι και κάνουν. Ψοφά το σκωλήκι, χάνει τη λάμψη του ο λίθος. Δίνει στο γέροντα ο βασιλιάς άλλη μια κούπα κρασάκι κι ένα αφράτο παξιμάδι.
          Μετά από λίγο καιρό, προξενεύουν στο βασιλιά ένα όμορφο κορίτσι. Φωνάζει ο βασιλιάς το γέροντα να ανέβει στο παλάτι. Του δίνει κρασί και παξιμάδι. Τον πάει να δει το κορίτσι και να του πει από ποια γενιά κρατά. Στέκεται το κορίτσι μπροστά από το γέροντα. Της λέει Σύρε πάνω, σύρε κάτω, σύρε κείθε, έλα δώθε, να δω, να μάθω από ποια γενιά κρατάς. Έτσι έκανε κι αυτή και τον ρωτά Γέρο, πώς με είδες;”. “Ντροπή για το παλάτι λέει ο γέροντας και γυρίζει στο παλάτι. Πηγαίνει κοντά στο βασιλιά και του λέει το και το.
            Ο βασιλιάς τότε του λέει Δείξε μου κι εμένα, γέροντα, από τι γενιά κρατώ. Ορκίσου, βασιλιά, στη φυλακή να μη με βάλεις, να μη με θανατώσεις ούτε να με βασανίσεις και θα σου πω. Ορκίστηκε ο βασιλιάς πως κακό δεν θα του κάνει. Από τη φύση σου χωριάτης. Τη βασιλεία που χεις παρά φύση την επήρες. Του λέει ο βασιλιάς Σώπα, γερόντα μου, και πάω να ρωτήσω τη μάνα μου, την ευγενική σουλτάνα.  Έτσι κι έκανε. Μαθαίνει ότι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Του λέει Κι ήρθε ο γέρος ο φουρνάρης, ο χοντρός ο καρβουνιάρης, ο κατζίβελος χωριάτης, που έκαμε πολλά γυφτούδια κι έσμιξα μαζί του. Γυρνά στο γεροντάκι και του λέει ο καλός ο βασιλιάς Αλήθεια όσα μου πες. Του δίνει χίλια φλωριά και τον ελευθερώνει, αρκεί να μην πει σε κανέναν από τι γενιά κρατά. Χάρηκε το γεροντάκι. Γύρισε στα παιδιά του και στα σπίτια τα δικά του. Χάρηκαν και τα παιδιά του. 



Διασκευή ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΤΩΧΟΛΕΟΝΤΟΣ