“Άνδρα
μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον: Αρχίζει
η Οδύσσεια” Αρχίζει η Οδύσσεια για τον
αναγνώστη, μία Οδύσσεια σύγχρονη και
ευσύνοπτη, η Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά.
Ο
συγγραφέας, χάρη στο ταλέντο του, μέσω
της εύστοχης επιλογής λέξεων και της
επιγραμματικής τους διατύπωσης, μας
οδηγεί από σταθμό σε σταθμό. Στην αρχή
κάθε κεφαλαίου μας εισάγει μέσα από την
ανάγνωση των πολύ έξι σειρών-στίχων στο
τι θα ακολουθήσει. Για να εξηγηθεί το
πόσο εκφραστική δύναμη αναδίνουν και
μεταδίδουν ας μαγευτούμε από το επίγραμμα
στη Νέκυια “Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΣΤΟΝ
ΑΔΗ/ Ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη./
Βρίσκει τον Τειρεσία που του μαντεύει/
πολλά βάσανα μέχρι να φτάσει στην Ιθάκη,/
ολομόναχος./ Βλέπει τη μάνα του, πάει να
την αγκαλιάσει/ και πιάνει αέρα...”. Τα
“προσεχώς” καθηλώνουν το ενδιαφέρον
μας και το σημαντικότερο μας αποκαλύπτουν
πόση μαγεία κρύβει η σύντομη μορφή του
λόγου.
Το
ταξίδι από σταθμό σε σταθμό οδηγεί τις
ψυχές μας σε τόπους όπου οι άνετοι και
χαλαροί τρώνε καρπούς και λησμονούν.
Και όμως ο Ένας επιλέγει “να βασανίζεται”.
Όπου χρειάζεται να ξανακοιταχτεί με
συντρόφους κουτοπόνηρους. Όπου μένουν
“άπραγοι και φαρμακωμένοι από το κεντρί
του πόνου” κι όμως ο Ένας ποτέ δεν
ησυχάζει. Όπου κάποιοι “θα παρακαλούσαν
να τους δώσει και γουρουνίσιο μυαλό,
για να ησυχάσουν και να χαρούν τη
γουρουνίσια ζωή που έμελλε να ζήσουν”.
Κι όμως ο Ένας να τολμά να παίξει το
κεφάλι του για ένα τραγούδι; και
όταν μάλιστα στη μουσική
των Σειρήνων
δοκίμαζε τα δικά του λόγια; Όπου από
περιέργεια ο Ένας υπάρχει. Δυστυχώς
αυτά τα ταξίδια έχουν αφαιρεθεί από την
επίσημη “σχολική”
ρότα, και όμως δοκιμασμένο με αυτό το
έργο, η ανάγνωση τους, ενδιαφέρει
κατά τι παραπάνω τον έφηβο που παραφράζοντας
από το ποίημα “Βουβά χτυπήματα”
“αρθρώνει την ψυχή του/ σαν δύσκολο
σταυρόλεξο,/ πότε κάθετα πότε
οριζόντια,/περνώντας κάθε τόσο/ από
μεγάλα σκοτεινά τετράγωνα”.
Ακόμη
και αν αυτός ο κόσμος, ο ομηρικός, θα
έπρεπε να θεωρείται γνώριμος, ο συγγραφέας
ανακατασκευάζει αυτόν τον κόσμο. Μας
ξανανοίγει έναν κόσμο με πρωταγωνιστή
αυτόν “που είχε σπουδάσει τους ανθρώπους
και τους ήξερε από την καλή κι απ’ την
ανάποδη”. Από την αρχή του έργου μας
δίνει τη χαρά να συνδεθούμε με τον Όμηρο
“τον πρώτο ράπερ και προ-προ-προ- πάππου
μας”. Ιδιαίτερα σημαντικό για όλους
μας, αλλά ακόμη περισσότερο για τον
πρωτομυημένο. Διατηρεί τον ρόλο του
ραψωδού με πιο ελεύθερο τρόπο, ανοίγοντας
διάλογο με τον αναγνώστη-ακροατή στον
οποίο απευθύνει τα ερωτήματα του “Γιατί
έγιναν όλα αυτά, θα μου πείτε; Μη
ρωτάτε καλύτερα. Για ένα πουκάμισο
αδειανό, για μιαν Ελένη.”. Σχεδόν
μας εγκαλεί σε πιο ενεργή ρόλο “Γιατί;
Θα το μάθουμε σε λίγο”. Ο κόσμος στον
οποίο μας οδηγεί είναι σύγχρονος, με
τους σφετεριστές που “τίποτε δεν ήτανε
δικό τους κι όλα δικά τους ήτανε”, τους
“αργόσχολους και χαραμοφάηδες”. Στο
δεύτερο κεφάλαιο μας μεταφέρει μέσα σε
σκηνικό πολιτικής διαβούλευσης (”Να
ανακαλέσει αμέσως!, Θέλω τον λόγο. Τον
λόγο επί προσωπικού.”). Ακόμη και αν η
πλοκή θεωρείται γνωστή, μας καλεί να
νιώσουμε πως ήταν για τον Οδυσσέα που
“δεν ήξερε καθόλου τι τον περίμενε”
που ως άνθρωπος στάθηκε “δίβουλος”.
Δεν διστάζει να φέρει τον Οδυσσέα πολύ
κοντά μας κι αυτός να είναι “ένας
κοιλιόδουλος σαν όλους τους θνητούς”,
που όμως ξέρει που θέλει να φτάσει
(“βιάζεται τόσο να βρεθεί στο Θιάκι της
καρδιάς του/ κι ας είναι όλα φτωχικά,
μικρά κι αγαπημένα”).

Ενώ
ο ίδιος, όταν ήταν στο
Γυμνάσιο γνώριζε μόνο έναν εν ζωή ποιητή,
τον Καββαδία, συνθέτει
και αποκαλύπτει με πολλές φωνές,
αναθυμούμενος την Ελένη του Σεφέρη, τον
τροχό του Κορνάρου “Με του κύκλου τα
γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν”. Τους
“Μοιραίους” του Βάρναλη, ως σύγχρονους
άβουλους που περιμένουν κάποιο θαύμα,
“άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη
φωτιά”. Το
Θιάκι και τα ηδονικά μυρωδικά του Καβάφη.
Και μία φωνή διαχρονική, γεφυρωτική
στον πρωτομυημένο “Κακό του κεφαλιού
του”, “το... αφεντικό”. “Άβυσσος η ψυχή
του ανθρώπου”. “Διαβόλου
κάλτσα”. “Η αλήθεια βρίσκεται κάπου
ανάμεσα”. “Από ανάγκη, αλλά δεν ήταν
αυτό που γύρευε η καρδιά μου”. “Να μη
γυρίζουνε σε ξένους τόπους σαν άδικες
κατάρες”. “Αν
όμως χαλάσει ο καιρός και εκδώσει
“απαγορευτικό”..., τι κάνετε; Εδώ σε
θέλω. Εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά. Αυτό
είναι δουλειά δική σου”.
“Τιμονιέρη”.
“Συμφώνησαν όλοι αμέσως. Ήμουνα μόνος,
δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς”. “Μου το
είπε ένα πουλάκι...”. “Ώρα
καλή στη πρύμνη τους και αέρας στα πανιά
τους”. “περιμένοντας
βράδυ πρωί να γυρίσει ο γιος της”.
“και
κινδυνεύω να κοπώ από τις απουσίες”.
“Είμαστε
παιγνίδια στα χέρια των θεών”. “Μην
ξεπερνάς το μέτρο. Μην αδικήσεις άνθρωπο
γιατί θα το πληρώσεις”. “έταξαν τον
ουρανό με τ’άστρα”, “με τα λεφτά του
μπαμπά του”.
“Κουνήσου
από τον τόπο σου”. Ο
αναγνώστης θα φτάσει μέχρι και σε
μακρινούς προορισμούς, τα Canto
του
Εζρα Πάουντ,
τα ακριτικά τραγούδια “εγώ μονάχος μου
κάνω για τρεις χιλιάδες” και
τους Δροσουλίτες.
Το
σημαντικότερο ο αναγνώστης απολαμβάνει
νότες α
καπέλα
από το δημοτικό τραγούδι, το
δεκαπεντασύλλαβο και το ρυθμό.
Παραφράζοντας “το μήλο σέπεται, το
κυδώνι μαραγκιάζει”, οι
λέξεις ταξιδεύουν, περνούν
“τη ρωγμή του χρόνου”.
Κλείνοντας αναθυμάμαι το ποίημα σας
περί ποιήσεως “οι
λέξεις, σαν τα σκάγια, ποιες βρίσκουνε
το στόχο τους ποιες δεν τον βρίσκουν.
Δεν φταίει πάντα ο κυνηγός.” Καταλήγω
ότι αυτό το έργο, η
Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά,
δεν είναι απλώς μία ΔΙΑΣΚΕΥΗ
για νέους αναγνώστες, είναι
ένα έργο αυτόνομο και πολυφωνικό που
θα άξιζε περισσότερο οι μαθητές να
απολαύσουν σε ένα πιο ελεύθερο πλαίσιο
μίας λέσχης ανάγνωσης και όχι αποσπασματικά
ή συνοδευτικά.