Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Ένα φύλλο που πέφτει
δηλώνει
την αλλαγή των εποχών

Ένα πρόσωπο που πέφτει
σαν φύλλο
δηλώνει
την απώλεια
τον ξεριζωμό
την αναγκαστική φυγή
την πτώση
τον θάνατο

Πεσμένα φύλλα
πεσμένα πρόσωπα
με στόματα ανοιχτά
ουρλιάζουν
-όποιος τα ακούει-
διεκδικώντας το δέντρο
που στερήθηκαν
τόσο απάνθρωπα


Menashe Kadishman Fallen Leaves

Jewish Museum Berlin


Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑ
Σαν έξαφνα ώρα μεσημεριού ενεφάνη
μελαψός νεαρός να περνά
με γραμμές μεθυστικές-
την ομορφιά σου που ενδίδει πια, τα νιάτα σου
που σε χαιρετάν, τις ερωτικές ματιές σου
κι όλες τους πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις
Σαν έτοιμη από καιρό, σα θαρραλέα,
αποχαιρέτα την, την κορμοστασιά που προσπερνά
Προπάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
θεός, πως απατήθηκεν η όρασή σου`
φρούδες παρηγοριές τέτοιες μη καταδεχτείς
Σαν έτοιμη από καιρό, σα θαρραλέα,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες τέτοια κορμιά,
άνοιξε καλά τα βλέφαρά σου,
κι ιδές με συγκίνηση, αλλ’ όχι
με των πλουσίων τα θέλγητρα,
ως τελευταία απόλαυση το κορμί,
τους εξαίσιους μυς του απόκρυφου,
και αποχαιρέτα την,
την κορμοστασιά που προσπερνά

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018


ΣΙΜΙΛΙΣ ΕΝΤΑΥΘΑ ΚΕΙΤΑΙ ΒΙΟΥΣ ΜΕΝ ΕΤΗ ΤΟΣΑ, ΖΗΣΑΣ ΔΕ ΕΤΗ ΕΠΤΑ
Δίων ο Κάσσιος

ΤΟΣΑ ΕΤΗ ήσουν εδώ
κι όμως να έχεις ζήσει μόνο ΕΤΗ ΕΠΤΑ
ΤΟΣΑ ΕΤΗ ήσουν εδώ
και στο τέλος δηλώνεις ότι έζησες μόνο ΕΤΗ ΕΠΤΑ
ΤΟΣΑ ΕΤΗ τι έκανες ή μάλλον τι δεν έκανες
τέμνοντας και ενώνοντας στιγμές
που σε κρατούσαν ζωντανό
δηλώνεις ΕΤΗ ΕΠΤΑ
ΤΟΣΑ ΕΤΗ προχωρούσες σε ευθεία γραμμή
που μετριέται πέρα από ΕΤΗ ΕΠΤΑ
(ο καθρέφτης σου έτσι μαρτυρά)
ΤΟΣΑ ΕΤΗ κύλησαν
και εσύ νιώθεις να είσαι ΕΤΗ ΕΠΤΑ
και τώρα όσο κι αν ήξερες να τα μετράς
ο χρόνος συνεχίζει αδιαφορώντας για τα ΕΤΗ ΕΠΤΑ




Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Ευτυχία είναι...

που το φορτίο μου είναι ελαφρύ

να χαρίζω το περιττό

να πατώ ελαφρά στη γη

που μου αρκούν αυτά που έχω

που εγώ ρυθμίζω την πυξίδα μου

που η βαλίτσα μου δεν εμποδίζει το ταξίδι μου

που, όταν δεν κυνηγώ την ευτυχία, έρχεται και με εκπλήσσει

που και σε βάλτο να πέσω θα αναδυθώ καθαρός

ν’ ανοίγω το “σεντούκι” μου και να του επιτρέπω να ανασάνει

που στο σακίδιο-πλάτη μου κουβαλώ μόνο όσα επιθυμώ

που και σε φλόγες να πέσω θα με σώσω

που κάποια στιγμή χωρίς βιασύνη θα πλησιάσω το αίνιγμα της ζωής

που δεν λυγίζω πια από τη θλίψη

να κλείνω μία πόρτα πίσω μου και χαμογελώντας να αναθυμάμαι

να προχωρώ στη δική μου τεθλασμένη

να κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά

να παρατηρώ προς τα που δείχνει η πυξίδα μου

να ξέρω γιατί ξυπνώ κάθε πρωί

ν’ ανοίγω τη βαλίτσα μου και να μοιράζομαι τα υπάρχοντά μου

να κουβαλώ πρόθυμα το φορτίο μου, ακόμη και όταν με βαραίνει

να σαλπάρω με τα πανιά της φαντασίας ανοιχτά

που με λίγη τόλμη διασαλεύω τα σύνορα του πιθανού

να μη φοβάμαι να κοιτάξω το μετά

να μη φοβάμαι να κοιτάξω το κενό

να μη με τρομάζει η άγνωστη γη

να σιγοσφυρίζω το δικό μου τραγούδι

να κινούμαι στο ρυθμό της δικής μου μελωδίας



Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ [ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ Ο ΓΕΡΟ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ]
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας κυνηγός είχε πάει για κυνήγι. Χωρίς να το καταλάβει, νύχτωσε και ήταν ακόμη στο δάσος. Έψαχνε να βρει το δρόμο να γυρίσει στο σπίτι του` μα δεν τα κατάφερνε. Βλέπει μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα και σκέφτεται
- Εδώ θα μείνω απόψε! Μόλις ξημερώσει, σηκώνομαι.
Περασμένα μεσάνυχτα να σου μπροστά του ένα λιοντάρι. Γίνεται κατακίτρινος από το φόβο του. Τρέμοντας φωνάζει
- Τώρα θα με φάει.
Το λιοντάρι του λέει
- Σε βλέπω που τρέμεις. Μη φοβάσαι. Δεν θα σε φάω… Είσαι στη σπηλιά μου. Θα σε φιλοξενήσω… Θα κοιμηθείς εδώ και το πρωί φεύγεις.
Το λιοντάρι ξάπλωσε δίπλα στον άνθρωπο. Αυτός που να κλείσει μάτι… φοβόταν ότι το λιοντάρι θα τον έτρωγε, ενώ κοιμόταν.
Ξημερώνει. Σηκώνονται. Το λιοντάρι τον ρωτά
- Πώς πέρασες στο φτωχικό μου;
- Καλά πέρασα. Αλλά να σου πω την αλήθεια; Τα χνώτα σου βρωμούνε.
Το λιοντάρι στενοχωρήθηκε. Ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά. Σκεφτόταν
- Γιατί να με προσβάλλει;
- Πιάσε αυτό το τσεκούρι και παίξε μου με όλη σου τη δύναμη μια στα πισινά μου, λέει στον κυνηγό.
- Μα γιατί;, τον ρωτά.
- Αν δεν το κάμεις, χάθηκες. Σε διατάζω, του λέει το λιοντάρι.
Ο κυνηγός φοβήθηκε. Άρπαξε το τσεκούρι και του έδωσε μια με όλη του τη δύναμη στα πισινά. Από φόβο μήπως το σκότωσε, το βάζει στα πόδια.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Ο άνθρωπος κυνηγούσε και ξάφνου να μπροστά του το λιοντάρι. Του λέει
- Γεια σου, παλιέ μου φίλε.
- Καλώς τον!, του λέει ο κυνηγός. 


Τον πλησιάζει το λιοντάρι και του λέει
- Πώς τα πας;
- Καλά! Περάσανε τα χρόνια. Γεράσαμε. Αλλά στεκόμαστε στα πόδια μας.
- Θυμάσαι την άλλη φορά
τι σε διέταξα και μου έκανες;
- Θυμάμαι.
- Βλέπεις η πληγή έκλεισε, του λέει και του δείχνει τα πισινά του.
- Ναι. Βλέπω μόνο ένα σημάδι.
- Η πληγή από το τσεκούρι έγιανε, αλλά η ψυχή μου από τον κακό σου λόγο δεν έγιανε. Ποτέ δεν ξέχασα
που μου είπες ότι «Τα χνώτα μου βρωμάνε».
Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.