Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΑΜΑΞΑ, ΑΜΑΞΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΆΛΟΓΑ
   Κάποτε... μπορεί και τώρα... ένας άνθρωπος έκανε μακρύ ταξίδι. Με την άμαξα του. Έβλεπε όμως ότι δεν πήγαινε και πολύ καλά! Ο αμαξάς σαν να βασάνιζε τα άλογα. Τα άλογα σαν να μη βημάτιζαν συγχρονισμένα. Σαν το δεξί να μην ακολούθα το αριστερό. Ή και ανάποδα. Τα ξύλα της άμαξας σαν να έτριζαν πολύ. Σκεφτόταν και σκεφτόταν. Μα πουθενά δεν έφτανε. Άρχισε να βλέπει. Μια και το μυαλό δεν πολυβοηθούσε. Κουβεντιάζει με τον αμαξά “Μήπως μαστιγώνεις πολύ τα άλογα;”. Κάπως νευρικά του λέει ο αμαξάς “Μα δεν τα βλέπετε, κύριε, πώς πάνε;!!”. “Σε καταλαβαίνω, του λέει, αλλά βλέπε τα λιγάκι παραπάνω, τράβα λίγο τα σχοινιά. Κι άσε το μαστίγιο”. Σαν να άρχισαν κι αυτά να βαδίζουν πιο ταιριαστά. Σαν και τα ξύλα της άμαξας άρχισαν να τρίζουν λιγότερο. Και το ταξίδι ακόμη συνεχίζεται...

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

ΚΑΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ... ΟΧΙ ΠΙΑ
Κάποτε... μπορεί και χθες... ένα παιδί ευχαριστιόταν να λέει λεξούλες “Μαλ...”, “Γαμ...”. Μα πιο πολύ έλεγε, φώναζε, κραύγαζε “ΚΩΛΟΟΟΟΟΣΣΣΣ”. Και μετά να ακούει “καλό μου, δεν είπαμε να μη λέμε τέτοια”- η φωνή της μανούλας. Αμ πώς; Και πάλι και πάλι “ΚΩΩΩΩΩΩΩΩΩ”. Εμ τώρα φώναζε και “ΠΟΥΟΥΟΥΛΛΛΛ”, πιο δυνατά. “Μα φτάνει πια, θα σε ακούσουν! ΝΤΡΟΠΗ!!!” Είδε και αποείδε η μάνα και του λέγε “Θα σου πλύνω το στόμα με σαπούνι... να δεις καθαρό που θα γίνει”. Τόσες φορές που το άκουσε το παιδί, στο τέλος το πίστεψε. Δεν έλεγε πια κακές λέξεις, μα ούτε και καλές. Χάθηκε η γλώσσα, χάθηκε η φωνή του... χάθηκε και το ίδιο.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΝΥΧΤΑ Η ΘΗΛΑΣΟΥΖΑ

Μια νυχτιά η Μάνα του Σκότους, η Νύχτα, αποκάλυψε το μαστό της
Μια νυχτιά η Νύχτα ένιωσε την ανάγκη ή την ορμή να προσφέρει την τροφή της
Μια νυχτιά – που τη θυμάμαι σαν να ταν χθες- κι εγώ θήλασα τη Νύχτα


ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ
   Σε ένα σπήλαιο βαθύ, μια φορά κι έναν καιρό, ένας άνθρωπος έβλεπε, δεν έβλεπε- δεν ξέρουμε- κάποιος του κράταγε με δύναμη το πόδι. Άκουγε μια φωνή γλυκιά να του φωνάζει “Έλα”. Έλεγε “Έρχομαι”. Αλλά το ένα του πόδι δεν κουνούσε. Τότε κάποιος άλλος του άρπαζε και το άλλο πόδι. Άκουγε “Έλα! Γιατί δεν έρχεσαι;”. “Θέλω. Έρχομαι.”, έλεγε. Μα τα πόδια του έμεναν ακίνητα. Δεν μπορούσαν αλλιώς. Άκουγε “Έλα να με αγκαλιάσεις”. Τα δυο του χέρια έμεναν μόνιμα ανοιχτά. Σαν σταυρωμένος. “Έλα, έλα, έλα!”, έλεγε πάλι η φωνή “Ποιος φταίει που δεν έρχεσαι;”. “ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ”, έλεγε αυτός.