"Μα αλήθεια", ρώτησε η μαριονέτα, "σε εκείνο το χωριό τα αγόρια δεν έχουν καμία υποχρέωση να μελετούν;"
"Ποτέ, ποτέ, ποτέ!"
"Τι όμορφο χωριό!... Τι όμορφο χωριό!... Τι όμορφο χωριό!..."
Carlo Collodi, Le avventure di Pinocchio, 30
"Μα πώς μεγάλωσες έτσι γρήγορα;"
"Είναι μυστικό."
"Μάθε μου το: θέλω να μεγαλώσω και εγώ λίγο. Δεν με βλέπεις; Έχω μείνει τόσο ψηλός όσο μία δεκάρα τυριού."
"Μα εσύ δεν μπορείς να μεγαλώσεις", απάντησε η Νεράιδα.
"Γιατί;"
"Γιατί οι μαριονέτες δεν μεγαλώνουν ποτέ. Γεννιούνται μαριονέτες, ζουν ως μαριονέτες και πεθαίνουν μαριονέτες."
"Ωχ! Βαριέμαι να είμαι πάντα μαριονέτα!", φώναξε ο Πινόκιο, "Θα έφτασε η ώρα να γίνω και εγώ άνθρωπος..."
"Θα γίνει αυτό, αν το αξίζεις..."
"Αλήθεια; Και τι μπορώ να κάνω για να το αξίζω;"
"Κάτι πολύ εύκολο: να συνηθίσεις να είσαι ένα καλό αγόρι."
"Τι ίσως δεν είμαι;"
"Κάθε άλλο! Τα καλά αγόρια είναι υπάκουα, και εσύ αντίθετα..."
"Και εγώ δεν υπακούω ποτέ."
"Τα καλά αγόρια αγαπούν τη μελέτη και τη δουλειά, και εσύ..."
"Και εγώ, αντίθετα, χαζεύω και αλητεύω όλο το χρόνο".
"Τα καλά αγόρια λένε πάντα την αλήθεια..."
"Και εγώ πάντα ψέματα"
"Τα καλά αγόρια θέλουν να πηγαίνουν στο σχολείο..."
"Και σε εμένα το σχολείο φέρνει πόνους στο σώμα. Μα από σήμερα και μετά θέλω ν' αλλάξω ζωή"
....
"Θα μελετώ, θα δουλεύω, θα κάνω όλα όσα μου πεις, γιατί, εν συντομία, η ζωή της μαριονέτας με κάνει να βαριέμαι, και θέλω να γίνω αγόρι με κάθε κόστος."
Carlo Collodi, Le avventure di Pinocchio, 25
Η μαριονέτα, τώρα, μπορούσε να αφηγηθεί αυτό που είχε μάθει` μπορούσε, λοιπόν, να πει για τα πιάτα της ντροπής που ήταν συμφωνημένα ανάμεσα στον σκύλο και τις νυφίτσες. Μα θυμήθηκε ότι ο σκύλος είχε πεθάνει, ξαφνικά σκέφτηκε "Σε τι ωφελεί να κατηγορείς τους νεκρούς;... Οι νεκροί είναι νεκροί και το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να τους αφήνεις εν ειρήνη.".
Carlo Collodi, Le avventure di Pinocchio, 22