Πώς μπορούμε να φέρουμε τη βροχή;
Κάποτε, στα δάση κατοικούσαν διάφορα πλάσματα που μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά. Ανάμεσά τους ζούσε μια αράχνη μικρή στο μάτι, αλλά ξακουστή για το μυαλό της. Για καιρό δεν είχε βρέξει, τα φυτά ξεραίνονταν, τα πλάσματα πεινούσαν και διψούσαν. Για καιρό τα μεταξύ τους λόγια ήταν "Θα βρέξει, δεν θα βρέξει, πότε θα βρέξει;". Αυτά έλεγαν και σιγά σιγά μόνο τη βροχή σκέφτονταν.
Υπήρχε ένα πλάσμα, η γριά χελώνα που κάτι γνώριζε σχετικά με τη βροχή. Ζούσε ψηλά στην κορυφή του πιο ψηλού μπαομπάμπ. Δεν ήθελε να κατέβει ούτε να μοιραστεί όσα είχε μάθει πριν από πολλά χρόνια.
Η μικρή αράχνη έγνεψε ένα μακρύ μεταξωτό νήμα, έδεσε κολοκύθες σε αυτό - μία για την καλοσύνη, μία για το θάρρος, μία για τη σοφία και μία για τα ψέματα. Τις έβαψε στις αποχρώσεις του ήλιου. Ανέβαζε τις κολοκύθες ψηλά στο μπαομπάμπ να τις κάνει δώρο στη χελώνα. Όταν ανέβηκε, η χελώνα κοιμόταν. Τότε η αράχνη άρχισε να τραγουδά ήρεμα και σιγανά: "Τέσσερα δώρα φέρνω, για το τόσο σου μεγάλο καβούκι. Αλλά μόνο η αλήθεια Θα ανοίξει την περηφάνειά σου". Η χελώνα ανοίγει το ένα μάτι, γελώντας λέει στην αράχνη "Τι θέλεις, μικρή περιπατήτρια;". Με φωνή που χάιδευε και παρακαλούσε τη χελώνα της λέει "Μόνο μια σταγόνα βροχής". Η χελώνα γελά τρανταχτά "Μόνο οι σοφοί μπορούν να καλέσουν τη βροχή". Συνεχίζει να παρακαλά η αράχνη "Ας προασπαθήσουμε!".
Προσφέρει την κολοκύθα για τα ψέματα και από μόνη της πήρε φωτιά και κάηκε. Την κολοκύθα για το θάρρος και ο άνεμος την πήρε. Την κολοκύθα για την καλοσύνη, ένα απαλό αεράκι άρχισε να φυσά. Την τελευταία κολοκύθα για τη σοφία και τότε σκάει ένα σύννεφο καταιγίδας. Αρχίζει να βρέχει και να βρέχει!
Η χελώνα ρωτά "Πώς έγινε αυτό;". Με απαλή και γλυκιά φωνή, λέει η αράχνη "Μερικές φορές, η πιο μικρή φωνή κουβαλάει τη μεγαλύτερη αλήθεια. Η καλοσύνη και η σοφία ανοίγουν ακόμη και τον ουρανό."
Έβρεχε και έβρεχε και τώρα ξέρουν τι να κάνουν αν θελήσουν να ξανακαλέσουν τη βροχή.