Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Πώς μπορούμε να φέρουμε τη βροχή; 

    Κάποτε, στα δάση κατοικούσαν διάφορα πλάσματα που μιλούσαν με  ανθρώπινη λαλιά. Ανάμεσά τους ζούσε μια αράχνη μικρή στο μάτι, αλλά ξακουστή για το μυαλό της. Για καιρό δεν είχε βρέξει, τα φυτά ξεραίνονταν, τα πλάσματα πεινούσαν και διψούσαν. Για καιρό τα μεταξύ τους λόγια ήταν "Θα βρέξει, δεν θα βρέξει, πότε θα βρέξει;". Αυτά έλεγαν και σιγά σιγά μόνο τη βροχή σκέφτονταν. 

    Υπήρχε ένα πλάσμα, η γριά χελώνα που κάτι γνώριζε σχετικά με τη βροχή. Ζούσε ψηλά στην κορυφή του πιο ψηλού μπαομπάμπ. Δεν ήθελε να κατέβει ούτε να μοιραστεί όσα είχε μάθει πριν από πολλά χρόνια. 

    Η μικρή αράχνη έγνεψε ένα μακρύ μεταξωτό νήμα, έδεσε κολοκύθες σε αυτό - μία για την καλοσύνη, μία για το θάρρος, μία για τη σοφία και μία για τα ψέματα. Τις έβαψε στις αποχρώσεις του ήλιου. Ανέβαζε τις κολοκύθες ψηλά στο μπαομπάμπ να τις κάνει δώρο στη χελώνα. Όταν ανέβηκε, η χελώνα κοιμόταν. Τότε η αράχνη άρχισε να τραγουδά ήρεμα και σιγανά: "Τέσσερα δώρα φέρνω, για το τόσο σου μεγάλο καβούκι. Αλλά μόνο η αλήθεια Θα ανοίξει την περηφάνειά σου". Η χελώνα ανοίγει το ένα μάτι, γελώντας λέει στην αράχνη "Τι θέλεις, μικρή περιπατήτρια;". Με φωνή που χάιδευε και παρακαλούσε τη χελώνα της λέει "Μόνο μια σταγόνα βροχής". Η χελώνα γελά τρανταχτά "Μόνο οι σοφοί μπορούν να καλέσουν τη βροχή". Συνεχίζει να παρακαλά η αράχνη "Ας προασπαθήσουμε!". 

    Προσφέρει την κολοκύθα για τα ψέματα και από μόνη της πήρε φωτιά και κάηκε. Την κολοκύθα για το θάρρος και ο άνεμος την πήρε. Την κολοκύθα για την καλοσύνη, ένα απαλό αεράκι άρχισε να φυσά. Την τελευταία κολοκύθα για τη σοφία και τότε σκάει ένα σύννεφο καταιγίδας. Αρχίζει να βρέχει και να βρέχει! 

    Η χελώνα ρωτά "Πώς έγινε αυτό;". Με απαλή και γλυκιά φωνή, λέει η αράχνη "Μερικές φορές, η πιο μικρή φωνή κουβαλάει τη μεγαλύτερη αλήθεια. Η καλοσύνη και η σοφία  ανοίγουν ακόμη και τον ουρανό."

    Έβρεχε και έβρεχε και τώρα ξέρουν τι να κάνουν αν θελήσουν να ξανακαλέσουν τη βροχή.   

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

 

Colomba 

    Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που τρόμαζε τους ανθρώπους. Σε όποια πόλη εισέβαλε με τα στρατεύματά του, σκότωνε και κατέστρεφε ό,τι συναντούσε. Τίποτα δεν τον σταματούσε. Πλησιάζει Πάσχα και παραδίδει μία ολόκληρη πολιτεία στις φλόγες. Οι ευγενείς της πόλης είναι αναγκασμένοι να του παραδώσουν πολύτιμα πετράδια,  χρυσάφι και δώδεκα νεαρές παρθένες. Βαριεστημένα, δεχόταν ο νικητής τα δώρα του, χασμουριόταν κιόλας καθώς ήταν και πολλά. 

    Ένα δώρο τον έκανε να γουρλώσει τα μάτια του και να αναρωτιέται, όταν είδε τον αρχιμάγειρα της αυλής να κουβαλά έναν δίσκο και μέσα κάτι πρωτόγνωρο: ένα ψωμί διακοσμημένο με ζαχαροκέντημα, σε σχήμα περιστεριού. Δεν έμεινε για πολλή ώρα να το κοιτάζει, αρπάζει ένα κομμάτι, αμέσως το καταβροχθίζει.  "Πόσο γλυκό, πόσο απαλό, πόσο μυρωδάτο αυτό το περιστέρι. Από σήμερα θα σέβομαι τα περιστέρια", είπε με μία φωνή τόσο γαλήνια τόσο ήρεμη που κανείς ποτέ δεν είχε ξανακούσει.   

    Μετά από λίγο που είχε φάει όλο το "περιστέρι" με μεγάλο σεβασμό, ρωτά το πρώτο κορίτσι πώς το λένε και αυτό απαντά "Περιστέρι!" Ρώτησε ένα προς ένα τα κορίτσια και όλα απάντησαν "Το όνομα μου είναι Περιστέρι!". Ο τρομακτικός βασιλιάς κράτησε τον λόγο του ότι θα σεβόταν τα περιστέρια και τα άφησε όλα να φύγουν.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

 Η Ύαινα που ήθελε μονίμως να γελάει

    Σε λιβάδια καταπράσινα που ποιος δεν θα ήθελε να ζούσε, σπάνια σχεδόν ποτέ δεν ακουγόταν το γέλιο. Ακόμη και αν κάποιο πλάσμα ένιωθε χαρά, δεν προλάβαινε να γελάσει. Όλα άλλαζαν πολύ γρήγορα. 

    Κάπως με γέλιο θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έμοιαζε ο ήχος που έκανε η ύαινα. Ακουγόταν πολύ δυνατά και όποιος το άκουγε ανατρίχιαζε. Όταν το άκουγαν τα πουλιά, πετούσαν ψηλότερα. Τα λιοντάρια ανασήκωναν το ένα φρύδι. Οι πίθηκοι κρύβονταν. Την ύαινα δεν την ένοιαζε. Αυτόν τον ήχο που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι έμοιαζε με γέλιο τον έκανε για να δείχνει δυνατή. Ότι κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να την πειράξει. 

    Κάποια στιγμή άρχισε να βρέχει όλο και λιγότερο. Τα φυτά και τα δέντρα ένιωθαν να τους λείπει το νερό. Τότε ήρθε σε αυτό το μέρος ένας διαβατάρης. Αυτός φορούσε έναν μανδύα γεμάτο αστέρια, κρατούσε ένα τύμπανο που αντηχούσε χωρίς να το χτυπούν χέρια. Λέγανε ότι ήταν Παραμυθάς. Ένα βράδυ, τα πλάσματα του λιβαδιού έρχονται γύρω του κάτω από ένα πολύ ψηλό μπαομπάμπ. 

    Αυτός τους λέει "Φέρνω μια ιστορία που μόνο οι γενναίοι μπορούν να ακούσουν. Η ιστορία είναι η Γελαστή Κατάρα της Κρυμμένης Σπηλιάς". Η ύαινα σφίχτηκε και είπε "Μια γελαστή κατάρα; Τι είδους κατάρα σε κάνει να γελάς;". Αρχίζει να λέει αυτός "Σε μια σπηλιά πέρα ​​από το μαύρο ποτάμι βρίσκεται ένα μαγεμένο μαργαριτάρι. Λένε ότι αν το κρατήσεις, θα γελάς για πάντα. Αλλά πρόσεχε - αν γελάς μόνιμα χωρίς λόγο τρελαίνεσαι.".

    Τα ζώα τρέμουν και η ύαινα χαμογελά "Μακάρι τότε θα γελούσα συνέχεια!". Όταν άκουσε από τον Παραμυθά "Μπορώ να σου πω πού είναι" τίποτα δεν την κρατούσε, αμέσως έφυγε για να το βρει. Τίποτα δεν την σταματούσε. Έτρεχε μέσα σε αγκάθια  και ποτάμια. Βρήκε τη σπηλιά. και μέσα, πάνω σε μια λεία πέτρα, το μαργαριτάρι. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένη, μονολογούσε "Βρήκα το φεγγάρι κλεισμένο σε ένα μπουκάλι, τόσο φωτεινό είναι αυτό το μαργαριτάρι." Το άγγιζε και γελούσε, γελούσε και πάλι γελούσε. Κάποια στιγμή σταμάτησε να γελά, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. 

    Γύρισε στο λιβάδι, αλλά ο ήχος που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι γέλιο δεν ακουγόταν. Όποιο τυχόν πλάσμα την έβλεπε την ρωτούσε "Βρήκες το μαργαριτάρι;". Σαν κάτι μέσα της να είχε σπάει, με ραγισμένη τη φωνή έλεγε "Ναι το βρήκα". Με πιο γουρλωμένα μάτια την κοιτούσαν και την ρωτούσαν "Μα δεν γελάς πια, γιατί;". Σαν μιλούσε στον εαυτό της έλεγε "Η ευτυχία δεν φέρνει πάντα γέλια". 


Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

 Guri & Gura 

    Μια μέρα, δύο ποντίκια που ζούσαν σε χωράφια σκέφτηκαν 

να πάνε μία εκδρομή. Του καθενός το ένα χέρι ακουμπούσε σε 

ένα μεγάλο καλάθι. "Όλο και κάτι θα βρούμε, θα το πάρουμε 

και θα το μαγειρέψουμε" έλεγε το ένα στο άλλο: 

"Βελανίδια με σιρόπι"

"Κάστανα που θα ζουλήξουμε και θα γίνουν κρέμα!"

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

    Εκεί που μάζευαν καρπούς να και μπροστά τους βλέπουν ένα 

γιγάντιο... ΑΥΓΟ". Με μία φωνή φώναξαν "Αυτό είναι τόσο 

μεγάλο σαν το φεγγάρι". Συνέχισαν να μονολογούν:

"Μαλακό παντεσπάνι"

"Μυρωδάτο σουφλέ"

Με μία φωνή "Θα τρώμε και θα τρώμε και πάλι θα μας 

περισσεύει!"

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

    Μετά από λίγο, προσπάθησαν να το βάλουν μέσα στο μεγάλο 

τους καλάθι και δεν χωρούσε. "Πώς θα το κουβαλήσουμε;"

"Δύσκολο να το σηκώσουμε στα χέρια μας, γλιστρά. Αν το 

γυροβολούμε, είναι τόσο λεπτό που και ένα πετραδάκι θα το 

τρυπήσει"

    Για πολλή ώρα, με τα χέρια σταυρωτά, το κοιτούσαν και 

σκέφτονταν μέχρι που ο Γκούρι είπε "Δεν μπορούμε να το πάρουμε, ας 

το μαγειρέψουμε εδώ". Δεν είχαν ούτε τα υλικά ούτε τα σύνεργα. Έτσι 

έτρεξαν πίσω  στο σπιτικό τους και έβαλαν στα σακίδιά τους: ένα 

σακούλι αλεύρι, ένα μπολάκι βούτυρο, ένα μπουκάλι γάλα, ένα σακούλι 

ζάχαρη. Έβαλαν τα σακίδια στις πλάτες τους. Πήραν στα χέρια 

τους το μεγαλύτερο τηγάνι που είχαν. Τηγάνι, μέσα του 

ανάποδα το καπάκι,  πάνω στο καπάκι το μπολ μέσα στο οποίο 

θα έβαζαν όλα τα υλικά και θα τα έκαναν ζύμη. Μέσα  στο μπολ δεν

ξέχασαν να βάλουν και δύο χτυπητήρια. Στις τσέπες τους έβαλαν και 

μερικά σπίρτα. 

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

    Γύρισαν πίσω στο αυγό. Ο Γκούρι λέει "Τώρα με μία γροθιά μου 

θα το σπάσω!". Το αυγό δεν έσπασε. Το χέρι του πονούσε τόσο

πολύ και βογκούσε "Αυτό δεν είναι αυγό, είναι βράχος!".

"Ωραία", λέει ο Γκούρα, "θα το χτυπήσουμε με έναν βράχο!". 

Με έναν βράχο σπάνε το αυγό, το βάζουμε μέσα στο μπολ, 

προσθέτουν λίγη ζάχαρη, με το ένα χτυπητήρι ανακατεύουν. 

Προσθέτουν το γάλα και το αλεύρι. Ο Γκούρι ανακατεύει, ο 

Γκούρα μαζεύει πέτρες για να φτιάξει στήριγμα για το ταψί. 

Ανάμεσα στις δύο σειρές πέτρες βάζει κλαδιά. Με ένα σπίρτο 

ανάβει φωτιά. Βάζουν πάνω το τηγάνι. Μέσα στο τηγάνι βούτυρο 

να κάψει. Μετά το μείγμα και αμέσως από πάνω το καπάκι. 

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

Καθώς ψηνόταν, η μυρωδιά του τραβά όλα τα ζωντανά του 

δάσους. Με μία φωνή λένε ο Γκούρι και ο Γκούρα  

"Είμαστε μεγάλοι ζαχαροπλάστες και καθόλου μα καθόλου τσιγκούνηδες. 

Όλοι θα έχετε το κερασματάκι σας! Περιμένετε και θα δείτε!"

Μύριζαν και άκουγαν το γλυκό να ψήνετε. Έπειτα ανασήκωσαν το καπάκι. 

Πήρε το κάθε πλάσμα από ένα μεγάλο κομμάτι και έλεγαν "Το πιο 

νόστιμο που έχουμε φάει, γεια στα χέρια σας, Γκούρι και Γκούρα!".

Μέσα σε λίγη ώρα, γύρω τους υπήρχε ένα άδειο τηγάνι και ένα γιγάντιο 

τσόφλι να τους θυμίζει το γεύμα που μοιράστηκαν με τόση χαρά. 


https://www.youtube.com/watch?v=frTsHz5YJ8Y