Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

 Η Ύαινα που ήθελε μονίμως να γελάει

    Σε λιβάδια καταπράσινα που ποιος δεν θα ήθελε να ζούσε, σπάνια σχεδόν ποτέ δεν ακουγόταν το γέλιο. Ακόμη και αν κάποιο πλάσμα ένιωθε χαρά, δεν προλάβαινε να γελάσει. Όλα άλλαζαν πολύ γρήγορα. 

    Κάπως με γέλιο θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έμοιαζε ο ήχος που έκανε η ύαινα. Ακουγόταν πολύ δυνατά και όποιος το άκουγε ανατρίχιαζε. Όταν το άκουγαν τα πουλιά, πετούσαν ψηλότερα. Τα λιοντάρια ανασήκωναν το ένα φρύδι. Οι πίθηκοι κρύβονταν. Την ύαινα δεν την ένοιαζε. Αυτόν τον ήχο που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι έμοιαζε με γέλιο τον έκανε για να δείχνει δυνατή. Ότι κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να την πειράξει. 

    Κάποια στιγμή άρχισε να βρέχει όλο και λιγότερο. Τα φυτά και τα δέντρα ένιωθαν να τους λείπει το νερό. Τότε ήρθε σε αυτό το μέρος ένας διαβατάρης. Αυτός φορούσε έναν μανδύα γεμάτο αστέρια, κρατούσε ένα τύμπανο που αντηχούσε χωρίς να το χτυπούν χέρια. Λέγανε ότι ήταν Παραμυθάς. Ένα βράδυ, τα πλάσματα του λιβαδιού έρχονται γύρω του κάτω από ένα πολύ ψηλό μπαομπάμπ. 

    Αυτός τους λέει "Φέρνω μια ιστορία που μόνο οι γενναίοι μπορούν να ακούσουν. Η ιστορία είναι η Γελαστή Κατάρα της Κρυμμένης Σπηλιάς". Η ύαινα σφίχτηκε και είπε "Μια γελαστή κατάρα; Τι είδους κατάρα σε κάνει να γελάς;". Αρχίζει να λέει αυτός "Σε μια σπηλιά πέρα ​​από το μαύρο ποτάμι βρίσκεται ένα μαγεμένο μαργαριτάρι. Λένε ότι αν το κρατήσεις, θα γελάς για πάντα. Αλλά πρόσεχε - αν γελάς μόνιμα χωρίς λόγο τρελαίνεσαι.".

    Τα ζώα τρέμουν και η ύαινα χαμογελά "Μακάρι τότε θα γελούσα συνέχεια!". Όταν άκουσε από τον Παραμυθά "Μπορώ να σου πω πού είναι" τίποτα δεν την κρατούσε, αμέσως έφυγε για να το βρει. Τίποτα δεν την σταματούσε. Έτρεχε μέσα σε αγκάθια  και ποτάμια. Βρήκε τη σπηλιά. και μέσα, πάνω σε μια λεία πέτρα, το μαργαριτάρι. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένη, μονολογούσε "Βρήκα το φεγγάρι κλεισμένο σε ένα μπουκάλι, τόσο φωτεινό είναι αυτό το μαργαριτάρι." Το άγγιζε και γελούσε, γελούσε και πάλι γελούσε. Κάποια στιγμή σταμάτησε να γελά, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. 

    Γύρισε στο λιβάδι, αλλά ο ήχος που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι γέλιο δεν ακουγόταν. Όποιο τυχόν πλάσμα την έβλεπε την ρωτούσε "Βρήκες το μαργαριτάρι;". Σαν κάτι μέσα της να είχε σπάει, με ραγισμένη τη φωνή έλεγε "Ναι το βρήκα". Με πιο γουρλωμένα μάτια την κοιτούσαν και την ρωτούσαν "Μα δεν γελάς πια, γιατί;". Σαν μιλούσε στον εαυτό της έλεγε "Η ευτυχία δεν φέρνει πάντα γέλια". 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου