Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Τριαντάφυλλα; 

    Κάποτε, σε μία χώρα όχι και τόσο μακρινή, όπου κι αν κοιτούσες

φύτρωναν λουλούδια. Από όλα τα λουλούδια, ξεχώριζαν, σε ομορφιά και 

άρωμα, τα τριαντάφυλλα. Μπορούσες να δεις τριαντάφυλλα σε τόσα πολλά 

χρώματα που δεν προλαβαίνω να σας πω. Από όπου κι αν περνούσες, μύριζες

τα ξεχωριστά τους αρώματα, αν σταματούσες για μια στιγμή και το 

παρατηρούσες. 

    Όσο κανείς δεν τα κοιτούσε και δεν τα παρατηρούσε, αυτά άρχισαν 

να χάνουν τα πέταλά τους, να ξεραίνονται τα κλαδιά τους, να 

πεθαίνουν οι ρίζες τους, μα κανείς δεν το είχε προσέξει. 

    Τότε οι αρκούδες άρχισαν να αδυνατίζουν, να χάνουν τα πάχη τους, 

τα κάλλη τους, να μένουν πετσί και κόκκαλο. Και, όπως συμβαίνει 

συνήθως άρχισαν να κατηγορούν τις μέλισσες. "Δεν βρίσκουμε μέλι να 

φάμε. Μα τι κάνετε πια όλη μέρα και δεν φτιάχνετε μέλι;". Οι 

μέλισσες κατσούφιαζαν, όταν άκουγαν κάτι τέτοια. "Μέλι, μέλι, πώς 

θα σας φτιάξουμε μέλι χωρίς τριαντάφυλλα;". Με μια φωνή αρκούδες και 

μέλισσες λένε "Ναι, τι γίνανε τα τριαντάφυλλα; Δεν βλέπουμε πια 

τριαντάφυλλα". 

    Οι αρκούδες και οι μέλισσες φώναξαν τους  ανθρώπους, όλα τα 

πλάσματα του δάσους, τα πουλιά. Μαζεύτηκαν και όλα έλεγαν 

"Καλοκαίρι έχουμε και να μην έχουμε τριαντάφυλλα; Δρόμους 

παίρνουμε, δρόμους αφήνουμε, πίσω δεν γυρνούμε, αν τριαντάφυλλο δεν 

βρούμε!". 

    Έτσι κι έκαναν. Έψαχναν και έψαχναν για μέρες. Μέρες πολλές. 

Ώσπου ένα πουλί, ένα κολίμπρι, στην πλαγιά ενός βουνού, βλέπει ένα 

τριαντάφυλλο. Ήταν μόνο του, φαινόταν κάπως άρρωστο. Είχε χάσει το 

χρώμα του. Το ξεριζώνει, να το πάει στα μέρη του, να μαζευτούν οι 

γιατροί και οι σοφοί να το κάνουν καλά. 

    Και έγινε καλά, ξαναβρήκε το βαθύ κόκκινο χρώμα του. Όλοι, για 

μέρες ήταν από πάνω του και η αγωνία τα πρόσωπα χάρασσε. Με το που 

το βλέπουν να γίνεται καλά, το ρωτούν "Τι έγινε; Πού χαθήκατε όλα;"

"Αν μας κοιτούσατε, αν μας παρατηρούσατε, αν μας μυρίζατε, αν μας 

ευχαριστούσατε, δεν θα χανόμασταν. Μα ούτε μια ματιά, λες και δεν 

υπήρχαμε". Τώρα τα φρόντιζαν, τα πότιζαν, τα ευχαριστούσαν. 

    Και το Πνεύμα της Ζωής τους έδωσε και τα αγκάθια για να έχουν 

έναν τρόπο να προστατεύουν τον εαυτό τους. 

    

    



 

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

ΚΑΜΠΙΑ Η' ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ 

Ήμουν μια κάμπια στο χώμα, 

βλέποντας τον κόσμο από χαμηλά. 

Ήξερα ότι κάτι μέσα μου αλλάζει...

Μόλις ξεκίνησε η αλλαγή ένιωσα 

κάτι παράξενο να συμβαίνει.

Δεν φοβήθηκα που ξαφνικά άρχισα να πετώ.

Μετά όμως άρχισε να μου λείπει το χώμα που τόσο είχα συνηθίσει.

Στη συνέχεια άρχισα να συνηθίζω πώς είναι να πετώ

και όχι να σέρνομαι.


Τελικά μ’ άρεσε, 

κι ας με έβλεπα πότε πότε στον ύπνο μου ότι ήμουν κάμπια.


Εκείνο που έμαθα είναι

ότι άλλοτε μπορώ να σέρνομαι 

άλλοτε να πετώ. 

Μακάρι να μπορούσα εγώ να το ρυθμίζω πότε. 

Αλλά δεν είναι στο χέρι μου.


Νιώθω ευγνωμοσύνη για τις αλλαγές, 

γιατί τελικά βαριέμαι μία κατάσταση που κρατά πολύ καιρό.

Αγαπώ να πετώ από λουλούδι σε λουλούδι.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025


 

Με την αλεπού στο πλευρό μου, 
για δισάκι μου ένα αστέρι,
ακόμη και στην άκρη του γκρεμού, 
γνωρίζω ότι κάποιον δρόμο θα πάρω. 

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

 


On the road
Ink and watercolour on paper; sheet 25 x 28.5 cm.
Tove Jansson
(Finland, 1914-2001)
 
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω... 

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 

    Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος όχι και τόσο μακρινό,  ένας  Λαγός και μία Χελώνα. Ο καθένας τους ξεχώριζε με τον τρόπο του: ο Λαγός δεν σταματούσε να τρέχει από εδώ και από εκεί, η Χελώνα επέμενε "το αργόν και χάριν έχει". 

   Μια μέρα, ξαφνικά όχι και τόσο, απροειδοποίητα όχι και τόσο, ούτε σταγόνα νερό. Όλα τα δέντρα, τα φυτά και τα λουλούδια μαράθηκαν. Επικράτησε το καφέ χρώμα και όλες του οι αποχρώσεις. Δεν υπήρχε τροφή για κανένα πλάσμα. Ο Λαγός καθόταν κάτω από ένα μαραμένο δέντρο και τη στενοχώρια του την έβλεπες να γράφει σε όλο του το σώμα. 

   Η Χελώνα τον πλησιάζει και του λέει "Φίλε μου, ας κρατήσουμε την ελπίδα μας δυνατή". Ο Λαγός της δείχνει γύρω τα ποτάμια να μην έχουν νερό και όλα να τα ψήνει ο ήλιος και της λέει "Δύσκολο έγινε το να ελπίζουμε". "Ξέρεις, καλέ μου Λαγέ", του λέει η Χελώνα "Βλέπεις εκείνους τους μακρινούς λόφους στον ορίζοντα, εκεί από πίσω  βρίσκεται το ξακουστό «Πηγάδι της Ατελείωτης Ελπίδας». 

    Κοιτάζει ο Λαγός στον ορίζοντα, της λέει "Είναι τόσο μακριά αυτό το ξακουστό πηγάδι. Είμαι γρήγορος, το ξέρω, αλλά όχι και τόσο γρήγορος". "Όπως και να έχει, ξεκίνα και θα σε ακολουθήσω με το δικό μου ρυθμό". Της λέει, με λίγο χαμόγελο όσο μπόρεσε, ο Λαγός "Τον δικό σου ρυθμό τον αργό που χάρη έχει". 

    Προχωρούσαν, συναντούσαν  αγκαθωτούς θάμνους, απόκρημνους βράχους και καυτή άμμο. Τίποτα δεν τους εμπόδιζε! Προχωρούσαν για μέρες. Κάποιες φορές, ο Λαγός ένιωθε κούραση, δεν μπορούσε να σταματήσει, καθώς έβλεπε τη Χελώνα να τον ακολουθεί. Και έφτασαν στο ξακουστό πηγάδι. Δροσίστηκαν. Γύρισαν στο δάσος και η Χελώνα έλεγε και ξαναέλεγε σε όλα τα πλάσματα "Το νερό έχει αργό ρυθμό, η ελπίδα χάνεται γρήγορα. Ας μάθουμε να περιμένουμε!". Σε λίγες μέρες, άρχισε μία αργή βροχή που κράτησε για ώρες! Ξεδίψασε η γη και όλα της τα πλάσματα!