Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

ΜΙΑ ΝΕΑΡΗ ΖΩΓΡΑΦΟΣ

        
         Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, σε ένα μέρος μακρινό, στο Μεξικό ή κάπου αλλού, μία νεαρή ζωγράφος παντρεύεται έναν ζωγράφο ήδη γνωστό για τις μεγάλες του τοιχογραφίες... Κι αυτή αρχίζει να γίνεται γνωστή ως η σύζυγος του συζύγου του διάσημου. Τόσο πολύ κι η ίδια το είχε πιστέψει. Όταν ζωγράφιζε τον αγαπημένο της να τον κρατά από το χέρι – ήθελε ακόμη και στον πίνακα να τον κρατά δικό της – αυτή στέκεται ένα βήμα πιο πίσω. Τόσο μικροσκοπική... Κομψή και εύθραυστη!
        Σιγά σιγά τα καταφέρνει ολοένα και καλύτερα με τη ζωγραφική της. Ώσπου αποφασίζει να γίνει πρώην σύζυγος. Τα μακριά μαλλιά της κόβει. Τα πολύχρωμα φουστάνια βγάζει. Ό,τι αυτός αγαπούσε, αλλά πια δεν αγαπά. Το βγάζει... Ζωγραφίζει τον ΕΑΥΤΟ της. Μόνο να κάθεται σε μία καρέκλα. Ντυμένο με γκρι κοστούμι. Στο πάτωμα απομεινάρια από τα μακριά μαλλιά της. Σαν να κινούνται. Προς κάπου να πηγαίνουν.



Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟΥ ΓΑΙΔΑΡΑΚΟΥ ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ

             Μια φορά ένας γάιδαρος είχε φορτωθεί με βαριά σακιά. Μακρύ το μονοπάτι. Όλο και πιο βαριά τα βήματα του. Ίδρωνε όλο και πιο πολύ. Ξάφνου μπροστά του ένα ποτάμι. Δεν μπορούσε άλλο να περπατήσει. Ε λοιπόν θα κολυμπήσει. Όσο κολυμπούσε, τόσο και πιο ελαφρύς γινόταν. Ξέχασα να σας πω… ότι τα σακιά ήταν γεμάτα αλάτι. Ανάλαφρος βγήκε από το ποτάμι. Το έλεγε και το ξανάλεγε στους άλλους γαιδαράκους.
Μια μέρα ένας άλλος γαιδαράκος τι σκέφτηκε να κάνει; Κι αυτός ο καημένος ήταν παραφορτωμένος. Το αφεντικό να τον κλωτσά να φτάσουν στο χωριό, προτού νυχτώσει. Πια τα πόδια του δεν άντεχαν. Βλέπει ένα ποτάμι. Και με μια βουτιά να τος μέσα. Στον πάτο να πηγαίνει. Αυτή τη φορά τα σακιά ήταν γεμάτα με θαλασσινό σφουγγάρι. Τα σφουγγάρια ρουφούσαν το νερό. Πώς να κολυμπήσει; Πνιγόταν. Το αφεντικό να του φωνάζει
- Τα θελες και τα παθες!
Το πάθημα του γαιδάρου μαθεύτηκε.
Μαζεύονται οι γάιδαροι. Ο ένας στους άλλους να λέει
- Δεν γίνεται να μας παραφορτώνουν…
- Και να μας κλοτσάνε κιόλας.
- Να ιδρώνουμε, να πέφτουμε κατάχαμα και να μας χτυπούν.
- Από το ξημέρωμα μέχρι το νύχτωμα…
- Και ούτε οι ποταμοί να μη μας λυπούνται…
- Όχι άλλο πια!
- Κάτι πρέπει να κάνουμε.
- Να στείλουμε το σοφό μας στον Δία, τον παντοδύναμο, να μας προστατεύει και εμάς.
Έτσι και έγινε. Ο σοφός ζήτησε από το Δία
- Προστάτευσε και εμάς. Και εμείς πλάσματά σου είμαστε!
Ο Δίας βουτά ένα μακρύ καλάμι στο μελάνι. Γράφει πάνω σε έναν πάπυρο
“Και οι γάιδαροι είναι πλάσματα που προστατεύω. Εσείς άνθρωποι, να μη τα παραφορτώνετε και να μη τα κλωτσάτε. Να τα αφήνετε να ξεκουράζονται. Τα πόδια τους να μη βαραίνουν. Στα ποτάμια να μη πέφτουν.”
Δαγκώνει το πρόσταγμα ο σοφός. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει. Κουρασμένος πολύ. Προτού φτάσει στο χωριό, βλέπει κάποιους γαιδάρους. Γκαρίζει με χαρά. Τρέχει και φωνάζει
-Τέλειωσαν τα βάσανά μας. Ο Δίας το έγραψε άλλο να μη μας παιδεύουν.
Τον ρωτούν
- Που το έγραψε;
ΩX... τι είχε πάθει! Είχε καταπιεί τον πάπυρο. Μουρμουρίζει
- Στον πάπυρο που μου’δωσε.
- Και που είναι ο πάπυρος;, τον ρωτούν.
- Τώρα στην κοιλιά μου! Μα θα βγει όπου να’ ναι και θα σας τον δώσω.
Ακόμη και σήμερα οι γάιδαροι κοιτούν τις καβαλίνες σαν κάτι να ψάχνουν. Μα δεν το ηύραν ακόμα. 




Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

        Κάποτε... μπορεί και τώρα, ένα κορίτσι σκεφτόταν πολλά “Γιατί;”, “Πώς;”, “Πότε;”, “Ποιος;”. Όλα αυτά έβραζαν στο κεφάλι της. Το σώμα της χύτρα ταχύτητας.... καζάνι που κόχλαζε. Να εκραγεί κανείς ή να μην εκραγεί; Το νιώθε. Στο όνειρο της είδε ένα δέντρο να της προσφέρει ένα λουλούδι. Το λουλούδι παράξενο. Δεν μπορούσε να το ονοματίσει. Της έμοιαζε. Πέταλα όπως τα μαλλιά της. Ανέμιζαν. Ο μίσχος λεπτός και... ρίζες δεν είχε. Το δέντρο δυνατό και με... μεγάλη μύτη. Πλούσια φυλλωσιά. Τι άραγε να του έδινε τόση δύναμη; Στον ξύπνιο της πια σκεφτόταν το δέντρο. Ναι όλα τα άλλα τα ξέχασε. Δεν την ρωτούσαν πια. Στον ύπνο της πάλευε να το ξαναδεί. Οι νύχτες περνούσαν. Τα όνειρα περνούσαν και πουθενά το δέντρο. Γριά το ξαναβλέπει δυνατό, αγέραστο.


Βλέπει όμως και κάτι ακόμη, στις ρίζες του κρανία κενά. Και το δικό της και άλλα διατηρούσαν το δέντρο.

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ


        Το κουνούπι, αν κάποιος το ρωτούσε “τι κάνεις εσύ εδώ;”, θα έλεγε “Ναι, ξέρω γιατί είμαι εδώ.” Θα το κοιτούσαμε με γουρλωμένα μάτια. Θα μας έβλεπε και θα συνέχιζε “Τι θα ήτανε ο κόσμος χωρίς εμένα; Τι θα έδινε μία νότα μουσικής, ειδικά τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού; Ακόμη και τη μέρα, καμιά φορά και το χειμώνα, παίζω μουσική”. “Μα, αλήθεια, νομίζεις ότι παίζεις μουσική;”, θα το ρωτούσαμε. “Δεν παίζω, δημιουργώ, συνθέτω μουσική. Μάλιστα όποιον πλησιάζω τον κάνω να χορεύει”. “Ναι;”, ακόμη πιο γουρλωτό βλέμμα. “Άκου, θα μας έλεγε, πριν από λίγο τρύπωσα μέσα σε μια κουνουπιέρα. Εκεί κοιμόταν κάποιος. Πίνω το πρώτο ποτάκι, χωρίς να με πάρει είδηση.


Στο δεύτερο ξυπνά. Χτυπά με το χέρι του τον ώμο. Το να του πόδι στο άλλο πόδι. Ανασηκώνεται. Να δεις χορούς που έκανε. Κουνούσε χέρια και πόδια. Με ρυθμό. Άλλο να τον βλέπεις, άλλο να στο λέω”.