Κάποτε...
μπορεί και τώρα, ένα κορίτσι σκεφτόταν
πολλά “Γιατί;”, “Πώς;”,
“Πότε;”, “Ποιος;”. Όλα
αυτά έβραζαν στο κεφάλι της. Το σώμα της
χύτρα ταχύτητας.... καζάνι που κόχλαζε.
Να εκραγεί κανείς ή να μην εκραγεί; Το
νιώθε. Στο όνειρο της είδε ένα δέντρο
να της προσφέρει ένα λουλούδι. Το λουλούδι
παράξενο. Δεν μπορούσε να το ονοματίσει.
Της έμοιαζε. Πέταλα όπως τα μαλλιά της.
Ανέμιζαν. Ο μίσχος λεπτός και... ρίζες
δεν είχε. Το δέντρο δυνατό και με... μεγάλη
μύτη. Πλούσια φυλλωσιά. Τι άραγε να του
έδινε τόση δύναμη; Στον ξύπνιο της πια
σκεφτόταν το δέντρο. Ναι όλα τα άλλα τα
ξέχασε. Δεν την ρωτούσαν πια. Στον ύπνο
της πάλευε να το ξαναδεί. Οι νύχτες
περνούσαν. Τα όνειρα περνούσαν και
πουθενά το δέντρο. Γριά το ξαναβλέπει
δυνατό, αγέραστο.
Βλέπει όμως και κάτι
ακόμη, στις ρίζες του κρανία κενά. Και
το δικό της και άλλα διατηρούσαν το
δέντρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου