Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Περίμενα... Περίμενα... Περιμένω... Τα μάτια μου σέρνονται μακριά από το σώμα μου. Το σώμα μου δεν τα ακολουθεί πια...
Έχω φύγει... Έφυγα.... από ένα σπίτι που καιγόταν. Όλα κόκκινα...
Όλα μαύρα... Έφυγα... Άφησα πίσω μου .... Τι έγινε πίσω μου;
Έφυγα... Φεύγω.... Το σώμα μου δεν με ακολουθεί.... Φεύγω...
Με βλέπω εκεί μακριά... Μες στην ποθητή σου αγκαλιά... Να μου χαμογελάς....
Έφυγα... Σε λίγο θα είμαι ΕΚΕΙ....
ΜΑΤΙ 25/7

In memory of those who died and in hope of those missing.
The cat in the picture is waiting lost and alone in Mati, waiting to be found.
Photograph by Stelios Stefanou

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018


Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ
       Κάποτε στα παλιά τα χρόνια, στην Αίγυπτο μία βασίλισσα η Βερενίκη αγαπούσε πολύ τον άντρα της. Τον Πτολεμαίο. Ο Πτολεμαίος ξεκίνησε με τον πολύ του τον στρατό, τους τοξότες και τους ελέφαντες του. Για μακρινή εκστρατεία στα βάθη της Ασίας. Ένιωθε μόνη. Ένιωθε λυπημένη. Αλλά και ανήσυχη αν ποτέ θα ξαναγκάλιαζε τον αγαπημένο της. Τι της έμενε να κάνει; Τάμα στη θεά του Έρωτα, την Αφροδίτη, Έταξε κάτι δικό της που αγαπούσε πολύ, όχι όμως τόσο πολύ, όπως τον άντρα της. Την μακριά της ξανθιά πλεξούδα. Μετά από καιρό, επιστρέφει ο Πτολεμαίος, μέγας νικητής. Η Βερενίκη τον αγκαλιάζει τόσο σφιχτά, για να τον νιώσει μες στην αγκαλιά της ότι γύρισε ζωντανός. Μετά πηγαίνει στο ιερό της Αφροδίτης και προσφέρει την πλεξούδα της,

Luis Ricardo Falero's The Hair of Berenice (1886)

Όλα υπέροχα! Μέχρι που συμβαίνει κάτι παράξενο. Η κόμη χάνεται. Κανείς δεν μπορεί να τη βρει. Τότε ένας αστρονόμος δείχνει στη Βερενίκη ψηλά τον ουρανό και της λέει “Τα μαλλιά σου, κοίτα, έγιναν αστέρια.Το ακόμη πιο παράξενο, ο Πτολεμαίος, μέγας νικητής, δεν έφυγε ποτέ ξανά από κοντά της.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

  ΠΥΡΡΕΙΟΣ ΝΙΚΗ
     Κάποτε τα πολύ παλιά τα χρόνια ήταν ένας βασιλιάς που θύμιζε τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου. Οι Ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας του ζήτησαν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Ο Πύρρος καμάρωνε “τίποτα δεν με σταματά”. Με πολύ στρατό, μέχρι και με ελέφαντες, ξεκινά. Στην πόλη Ηράκλεια κατατροπώνει τους Ρωμαίους, αλλά ο δικός του στρατός, ο νικητής, έπαθε μεγάλη ζημιά («Πύρρειος νίκη»). Τότε ο Πύρρος ξαναθυμάται τι έλεγε στον Κινέα “Εγώ θα συνεχίσω. Για μένα δεν υπάρχουν εμπόδια! Για μένα δεν υπάρχουν Έλληνες και Βάρβαροι που να μπορούν να σταθούν απέναντι μου..! Θα τους κατακτήσω όλους». «Και μετά τι;», τον ρωτούσε ο Κινέας.
Μετά σειρά έχει ολόκληρη η Σικελία.“. “Και όταν τα επιτύχουμε και αυτά;” “Ακουλουθεί η Καρχηδόνα και η Λιβύη”. “Και λοιπόν;” ξαναρώτησε ο Κινέας. “Έ, τότε Μακεδονία και Ελλάδα θα μας υποταχθούν». Και ρωτά ο Κινέας “Και εμείς τι θα κερδίσουμε;”. Του λέει ο Πύρρος “Τι δεν καταλαβαίνεις; Τότε θα έχουμε μία ζωή ήρεμη και θα συζητάμε με την άνεσή μας”. Τον κοιτάζει κι ο Κινέας με απορία και αγανάκτηση, “Και τώρα αυτό δεν κάνουμε; Ο Πύρρος συνέχισε να προχωρά, αλλά και να παιδεύεται. Μέχρι που στη Σπάρτη μία γυναίκα στοχεύοντας τον με ένα κεραμίδι του χάρισε την οριστική ηρεμία. 

Στον Κάτω Κόσμο πια έφτασε στα αυτιά του ότι ο Αννίβας του έδινε τη δεύτερη θέση των μεγάλων στρατηγών, μετά την πρωτιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

DIE MOORSOLDATEN
    Κάποτε... όχι και τόσο παλιά κάποιοι ονόμασαν κάμποσες χιλιάδες ανθρώπους “ποντικούς” και “κατσαρίδες”. Φυσικά και έλεγαν “να καθαρίσουμε τις πολιτείες μας από δαύτους”. “Να καθαρίσουμε την “ανθρωπότητα”. Έπεισαν και χιλιάδες  άλλους. Και έτσι έκαναν. Τους στέρησαν ό,τι αγαπούσαν. Την οικογένεια τους. Τους δικούς τους. Την πατρίδα τους. Την ελευθερία. Και τον αέρα που ανέπνεαν. Τους ανάγκασαν να ντρέπονται να κοιτάξουν και τον ουρανό. Τους ανάγκασαν να φορούν ένα γελοίο αστέρι στο στήθος τους. Πώς να κοιτάξουν πια ψηλά; Τους ανάγκασαν και να τους τραγουδάνε εμβατήρια, για να δείχνουν πόσο πολύ θαυμάζαν αυτή την “ανώτερη φυλή”. Αμ που ο ρυθμός μπορεί να ξεγελά και τα λόγια να δίνουν ελπίδα! Και τραγουδούσαν “Παράπονα δεν κάνουμε. Ο χειμώνας δεν θα κρατήσει για πάντα. Ότι είμαστε ευτυχισμένοι κι εμείς θα πούμε. Στην πατρίδα θα γυρίσουμε”.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

ΚΟΚΟΡΟ ΙΤΑΙ

私の心は痛い
Watashi no kokoro wa itai

    Κάποτε ένα πλοίο από τη χώρα του ανατέλλοντος Ήλιου μετέφερε μετάξι. Μεσοπέλαγα ο καπετάνιος αντικρίζει νεκρά σώματα. Σώματα δίχως χέρια. Το γαλάζιο να ματώνει. Δεν πίστευε στα μάτια του. Πλοία μαζεμένα. Από ισχυρές χώρες. Και κανείς να μη βοηθά. Να μη σταματά τουλάχιστον τις πληγές της θάλασσας. Στα αυτιά του έφταναν μουσικές. Αλλά αν πρόσεχε λίγο παραπάνω άκουγε θρήνους και κραυγές. Ένιωθε να πονά όλο και περισσότερο με αυτά που έβλεπε και άκουγε. Πήρε την απόφαση και λέει στους ναύτες του “Η καρδιά μου πονά. Νιώθω και οι δικές σας. Θα πετάξουμε το μετάξι. Δεν πειράζει. Στη θέση του θα βάλουμε ανθρώπους.”Έτσι κι έγινε. Έδωσαν τα χέρια τους σε ανθρώπους λέγοντας τους “ΚΟΚΟΡΟ ΙΤΑΙ”. Μπορεί να είμαι ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν.... Τη λέξη “ΑΡΙΓΚΑΤΟ”(ευχαριστώ) δεν έχω σταματήσει να τη φωνάζω εδώ και χρόνια.

ありがとう