Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021




 [Ω ΤΙ ΠΛΕΞΟΥΔΕΣ!]

    Τότε ακούγεται ένας από δαύτους να λέει “Ξέρεις κι εσύ, κυρά μου, να χορεύεις;”. “Λίγο, κάτι λίγο”. Άλλος της λέει “έλα να χορέψουμε”. “Όχι, όχι δεν μπορώ”. Ένας της φωνάζει “Ή καζάνι ή χορός!”. “Πάμε, παλικάρια μου, να χορέψουμε, τι καθόμαστε!”. Χορεύουν. Λύνει τη μαντίλα της. Ακούγεται να λέει ένας “Αδέρφια, ο μαύρος λάλησε”. “Άσε, βρε αδερφέ, τώρα χορεύουμε, έχουμε χρόνο”. Και χορεύουν χορεύουν. Λύνει τη μία της πλεξούδα. Και λέει άλλος “Αδέρφια, λάλησε και ο κόκκινος”. “Κάτσε βρε, να δούμε, λύνει και την άλλη της πλεξούδα”. Αργά αργά αυτή. Ακούγεται και ένας, τρεμουλιαστά, “Αδέρφια, τρεχάτε ποδαράκια μας, και ο άσπρος, και ο άσπρους λάλησε. Ξημέρωσε”. Τρέχουν αυτοί, σώθηκε αυτή.


 

[ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ]

    Το λοιπόν η γειτόνισσα γύρναγε από την εκκλησία”. Αυτοί μεταξύ τους “Εκκλησία, ναι εκκλησία, το είπε, με τον παπά, την αγιαστούρα, το λιβάνι. Ωχ, ωχ, ωχ. ”. “Ναι από την εκκλησία”, πάλι αυτοί τα ίδια. “Και ξάφνου μπροστά της κάτι ομορφάνδρες σαν και εσάς, όμορφοι, παληκάρια ζωγραφιστά.” Αυτοί να κοιτούνται στο μεταξύ “Για μας λέει; Εμάς βλέπει;”. Της λένε, κυρά μου, από πού μας έρχεσαι;”. Αυτή δεν τους μίλαγε. “Από πού μας έρχεσαι; Και πού πας; Ωχ και τι μυρίζεις, λιβάνι! Ωχ ωχ ωχ. Θα σε φάμε, όπως και να’ χει”. Αυτή αρχίζει να μιλά “Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω, τέτοια παλικάρια, κούκλοι ζωγραφιστοί. Εγώ μόνη και εσείς τόσοι πολλοί”. Άκουγαν τα λόγια της και ολοένα χαίρονταν. Χοροπηδούσαν από τη χαρά τους. “Πάμε, παλικάρια μου, να χορέψουμε!”. Χορεύουν, λύνει αυτή τη μαντίλα της, λύνει σιγά σιγά τις μπλεξούδες της. Ωραία μαλλιά είχε! Και χορεύουν χορεύουν. Αυτή χόρευε χόρευε και γινόταν ολοένα και πιο νέα!






 

[Η ΜΥΛΩΝΟΥ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ]

    Πικραμένη, τι να κάνει; Παίρνει το δρόμο για το σπίτι. Προχωρά μέσα από το δάσος. Και νυχτώνει. Βλέπει τα κλαδιά από τα δέντρα. Τρομάζει. Λέει “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Και προχωρά. Βλέπει κάποιους ίσκιους να κινούνται. Και πάλι λέει “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Και προχωρά. Βλέπει κάποιους, μαυριδερούς, κοντούς, ατσούμπαλους, όσο μπορούσε να τους δει. Βλέπεις είχε ολόγιομο φεγγάρι. Της λένε “Πού πας, κυρά μου;”. Αυτή έλεγε και ξανάλεγε “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Να της λένε “Θα σε φάμε!!”. “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Τη δένουν χειροπόδαρα. Της λένε “Το βλέπεις το καζάνι, βράζει, είναι για σένα”. “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Την πάνε προς το καζάνι “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα. Να σας πως μια ιστορία”. “Μια ιστορία, κάνει για αλατοπίπερο, που δεν έχουμε;”. Μια ιστορία για μια γειτόνισσα μου με κάτι ομορφάνδρες σαν και εσάς”. 






 

Η ΜΥΛΩΝΟΥ


    Κάποτε σε έναν μύλο μακρινό η γυναίκα του μυλωνά του’ λεγε “Άνδρα μου αγαπημένε μου, να φύγουμε σιγά σιγά, αρχίζει και νυχτώνει”. Της έλεγε “Δεν πάω πουθενά! Δεν τα βλέπεις τα σακιά;”. “Άντρα μου, τέτοιες μέρες που είναι εσύ θα μένεις εδώ στο μύλο”. “Γυναίκα τα βλέπεις τα σακιά, θα τα αλέσω τη νύχτα”. “Άνδρα μου, αγαπημένε μου, πάμε να φύγουμε”. Της λέει “Άμα θες να φύγεις, άμε. Πήγαινε. Στο καλό.