[Η ΜΥΛΩΝΟΥ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ]
Πικραμένη, τι να κάνει; Παίρνει το δρόμο για το σπίτι. Προχωρά μέσα από το δάσος. Και νυχτώνει. Βλέπει τα κλαδιά από τα δέντρα. Τρομάζει. Λέει “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Και προχωρά. Βλέπει κάποιους ίσκιους να κινούνται. Και πάλι λέει “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Και προχωρά. Βλέπει κάποιους, μαυριδερούς, κοντούς, ατσούμπαλους, όσο μπορούσε να τους δει. Βλέπεις είχε ολόγιομο φεγγάρι. Της λένε “Πού πας, κυρά μου;”. Αυτή έλεγε και ξανάλεγε “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Να της λένε “Θα σε φάμε!!”. “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Τη δένουν χειροπόδαρα. Της λένε “Το βλέπεις το καζάνι, βράζει, είναι για σένα”. “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα”. Την πάνε προς το καζάνι “Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι τίποτα. Να σας πως μια ιστορία”. “Μια ιστορία, κάνει για αλατοπίπερο, που δεν έχουμε;”. “Μια ιστορία για μια γειτόνισσα μου με κάτι ομορφάνδρες σαν και εσάς”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου