[ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ]
“Το λοιπόν η γειτόνισσα γύρναγε από την εκκλησία”. Αυτοί μεταξύ τους “Εκκλησία, ναι εκκλησία, το είπε, με τον παπά, την αγιαστούρα, το λιβάνι. Ωχ, ωχ, ωχ. ”. “Ναι από την εκκλησία”, πάλι αυτοί τα ίδια. “Και ξάφνου μπροστά της κάτι ομορφάνδρες σαν και εσάς, όμορφοι, παληκάρια ζωγραφιστά.” Αυτοί να κοιτούνται στο μεταξύ “Για μας λέει; Εμάς βλέπει;”. “Της λένε, κυρά μου, από πού μας έρχεσαι;”. Αυτή δεν τους μίλαγε. “Από πού μας έρχεσαι; Και πού πας; Ωχ και τι μυρίζεις, λιβάνι! Ωχ ωχ ωχ. Θα σε φάμε, όπως και να’ χει”. Αυτή αρχίζει να μιλά “Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω, τέτοια παλικάρια, κούκλοι ζωγραφιστοί. Εγώ μόνη και εσείς τόσοι πολλοί”. Άκουγαν τα λόγια της και ολοένα χαίρονταν. Χοροπηδούσαν από τη χαρά τους. “Πάμε, παλικάρια μου, να χορέψουμε!”. Χορεύουν, λύνει αυτή τη μαντίλα της, λύνει σιγά σιγά τις μπλεξούδες της. Ωραία μαλλιά είχε! Και χορεύουν χορεύουν. Αυτή χόρευε χόρευε και γινόταν ολοένα και πιο νέα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου