Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024


 

 Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΟΜΠΑΜΠ

    Ένας λαγός στάθηκε κάτω από ένα μπαομπάμπ. Μέσα στο λιοπύρι, εκεί 

βρήκε την πιο δροσερή σκιά. Ξάπλωσε και απολάμβανε να χαζεύει τα 

κλαδιά και τα φύλλα του. Αρχίζει να του μιλά "Η σκιά σου δροσίζει, 

αλλά τα φρούτα σου  σκέτο νερό θα είναι". Σαν να τον άκουγε το 

μπαομπάμπ και ρίχνει ένα φρούτο του ακριβώς μπροστά από τη μουσούδα 

του λαγού. Ο λαγός το τρώει, το ευχαριστιέται και γλύφει και τα 

δάχτυλά του. Λέει πάλι στο μπαομπάμπ "Γλυκιά γεύση, υπέροχο άρωμα, 

αλλά η καρδιά σου μέσα σε αυτό το θεόρατο κορμό θα είναι σκέτο

ξύλο".   Σαν να τον άκουγε το μπαομπάμπ και ανοίγει τον κορμό 

του. Φανερώνονται κοσμήματα, χρυσά σανδάλια, κεντημένα με 

χρυσοκλωστή ενδύματα. 

    Ο λαγός δέχεται τον θησαυρό που του προσφέρθηκε. Ευχαριστεί 

με όλο του το σώμα και με όλη του την καρδιά το μπαομπάμπ. 

    Τον βλέπει μία ύαινα να κουβαλά όλο αυτόν τον θησαυρό. Τον ρωτά 

και αυτός της είπε το και το. Πηγαίνει και η ύαινα κάτω από τη 

σκιά του μπαομπάμπ, δεν την ευχαριστιέται. Βιάζεται να φάει το 

φρούτο που της προσφέρει και δεν το ευχαριστιέται. Βιάζεται να 

αρπάξει τον θησαυρό. Κλοτσά και γρατζουνά το δέντρο να ανοίξει. 

Τι θα έκανε; Θα άνοιγε; Κλείνει ακόμη περισσότερο τον κορμό του 

και δεν προσφέρει τίποτα στην ύαινα.      


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

 ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΦΑΣΟΛΙ 

    Έχουμε ένα φασόλι. Παίρνουμε ένα γλαστράκι. Το γεμίζουμε με 

χώμα. 

    Στη μέση με το δάκτυλο μας ανοίγουμε ένα βαθούλωμα. Με στοργή 

αποθέτουμε το φασόλι. Το βάζουμε σε χώρο ήρεμο και φωτεινό. 

    Και περιμένουμε και περιμένουμε. Πότε πότε του βάζουμε και τη 

μουσική που υποθέτουμε πως θα του αρέσει. 

    Και τι αυτό το μικρό φασόλι θα φυτρώσει; Πότε θα ξεμυτίσει;

Μόνο, ολομόναχο, μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο καστανόμαυρο χώμα, θα 

βρει τον δρόμο του προς τα πάνω; Ο νόμος της βαρύτητας θα το αφήσει; 

Θα φυτρώσει προς τα πάνω και όχι δεξιά, όχι αριστερά, όχι διαγώνια; 

(Πολλά ερωτήματα για ένα μικρό φασόλι!)

    Ένα τόσο μικρό φασόλι τι θα μπορούσε να πει; Αν κάποιο σκουλήκι 

του πει "Πού πας; Τι νομίζεις ότι θα βρεις; Σκοτάδι παντού. Τίποτα 

άλλο", αυτό πώς θα μπορούσε να προχωρήσει; 

    Θα ανακάλυπτε τη μαγεία μέσα του; Θα θυμόταν ότι έχει ξαναζήσει 

κάτω από τον ήλιο; Θα θυμόταν ότι με το φως γνωρίζονται και να 

προχωρήσει προς τα πάνω;     

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

 Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΘΕΛΗΣΕ Ν' ΑΝΕΒΕΙ ΠΙΟ ΨΗΛΑ (Νιγηρία)



    Κάποτε ο κόσμος ήταν αλλιώτικος. Ο ουρανός ήταν πολύ 

κοντά στη γη. Κοντά στους ανθρώπους. Κοντά στα χέρια των 

ανθρώπων. 

    Λίγο να ανασήκωναν το χεράκι τους, τσουπ έφταναν στον 

ουρανό
    
    Μπορούσαν να κόψουν και ένα κομμάτι του ( ο ουρανός 

είναι απέραντος, δεν θα τελείωνε ποτέ. Μπορούσαν να το 

κόψουν, να το φέρουν στο στόμα τους και να το βάλουν στο 

στόμα τους. Λέγανε μάλιστα ότι είχε γεύσεις και αρώματα που

τους άρεσαν. Λέγανε μάλιστα ότι σε χόρταινε και ένα μικρό 

κομμάτι του να έτρωγες. Τους ξεδιψούσε κιόλας και τους 

δρόσιζε. 

   Έτσι κι έκαναν. Έκοβαν και έτρωγαν. Έκοβαν πολλά 

κομμάτια. Έκοβαν μεγάλα κομμάτια. Έκοβαν, αλλά δεν τα 

έτρωγαν όλα. Γέμιζε το στομάχι τους και ό,τι έμενε το 

πετούσαν. 

    Ο ουρανός έβλεπε τους ανθρώπους να κόβουν, να γεύονται 

και να χορταίνουν. Ευχαριστιόταν που έτρεφε τους ανθρώπους. 

    Ο ουρανός έβλεπε τους ανθρώπους να πετούν ή να σκάβουν 

τρύπες και να βάζουν μέσα ό,τι περίσσευε. Θύμωνε, άναβε από 

το θυμό του, βροντούσε και άστραφτε. Οι αστραπές και οι 

βροντές του σαν να φώναζαν "Άνθρωποι, τι κάνετε;".  

    Για λίγο μετά τις βροντές και τις αστραπές, οι άνθρωποι 

κοιτούσαν με σεβασμό τον ουρανό. Έκοβαν τόσο όσο μπορούσαν 

να φάνε και να χορτάσουν. Τόσο όσο! 

    Οι άνθρωποι δεν δούλευαν, δεν χρειαζόταν. Ο ουρανός τους 

έτρεφε. Χόρευαν και γιόρταζαν. Χόρευαν και γιόρταζαν. Έκοβαν 

κομμάτια από τον ουρανό και θρέφονταν. Πότε πότε ξεχνιόνταν 

και έκοβαν πολλά και μεγάλα κομμάτια. Χόρταιναν και 

ξεδιψούσαν. Τότε τους έπιανε φόβος μη τους δει ο ουρανός να 

πετούν ή να ανοίγουν τρύπες και να τα βάζουν μέσα. Πήγαιναν 

από εδώ, πήγαιναν από εκεί και ρωτούσαν "Μήπως θέλεις λιγάκι 

να φας". Δεν έβρισκαν κανέναν να πεινά ή να διψά. 

    Τότε ο ουρανός τους έβλεπε να πετούν κομμάτια του. Πότε 

πότε βροντούσε και άστραφτε. Πότε πότε ανέβαινε κάπως πιο 

ψηλά. Κάθε φορά και πιο ψηλά. Δεν τον έφταναν όσο κι αν 

τέντωναν τα χέρια τους. Όσο κι αν τεντώνονταν ολόκληροι. 

    Δεν τρέφονταν πια με τα κομμάτια του ουρανού. Τι 

μπορούσαν να κάνουν; Τι τους είχε μείνει; ... Η γη. 

Οι καρποί της δεν έφταναν για όλους. Χρειαζόταν να τη 

σκάβουν, να τη φυτεύουν, να τη ποτίζουν. Να κοπιάζουν οι 

άνθρωποι και να ιδρώνουν. Να αναζητήσουν και να βρουν πηγές 

γλυκού νερού για να ξεδιψάσουν. Όσο ίδρωναν, τόσο σέβονταν τη

γη και τους καρπούς της. Κοπίαζαν, έκοβαν και έτρωγαν τόσο 

όσο χρειάζονταν για να χορτάσουν. Όσο κουβαλούσαν στάμνες 

με νερό, τόσο πρόσεχαν σταγόνα να μη πέσει.  

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Πώς γεννήθηκε το παραμύθι;

    Σε ένα άνοιγμα στο δάσος, σε ένα ξέφωτο, κάθονται γύρω 

από μία φωτιά. Άνθρωποι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Ο Ήλιος 

όλο και χαμηλώνει. Ολοένα κατεβαίνει μέσα στα πυκνά, ψηλά 

δέντρα και χάνεται. Όλο και περισσότερο οι άνθρωποι 

αναρωτιούνται "Θα τον δούμε αύριο; Μήπως όχι; Μήπως απλωθεί το 

σκοτάδι;". 

    Ανάμεσα τους βλέπω μία μάνα κρατά στην αγκαλιά ένα μωρό. 

Το σφίγγει πάνω της. Αυτό κλαίει. Κρυώνουν και οι δύο. 

Ανησυχεί και αυτή "Θα ξαναβγεί ο Ήλιος να μας ζεστάνει;"  

Αρχίζει να το κουνά στην αγκαλιά της και να το νανουρίζει

"Ήλιε μου ήλιε μου

Φώτισε ξανά

Να ζεστάνεις το παιδάκι μου

Να ζεστάνεις την καρδιά μου

Ήλιε μου ήλιε μου

Έλα ξανά

Και διώξε το σκοτάδι

Ήλιε μου ήλιε μου

Μη φεύγεις μακριά

Με την φωτιά σου δώσε

Ζεστασιά ξανά..."

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

 

   "Πόσο με θέλατε κοντά σας!"

    Μία ωραία πρωία, δέκα βατράχια (περίπου τόσα θα ήταν)

 αφήνουν το έλος που το είχαν για σπιτικό τους, καιρό τώρα.

Τι τα έκανε να μετακινηθούν δεν το μάθαμε ποτέ. Προχωρούν 

και προχωρούν. Κανένα από τα δέκα δεν πρόσεξε ότι μπροστά 

τους, κάτω από έναν θάμνο βρισκόταν μία τρύπα στενή και 

βαθιά. Δύο από αυτά έπεσαν. Τα άλλα βλέπουν ότι η τρύπα 

είναι βαθιά, δύσκολο για ένα βατράχι να ξαναβγεί. 

Κλαψουρίζουν "Καημένα μας βατράχια εκεί θα μείνετε. Σας 

χάσαμε. Δεν θα σας ξαναδούμε. Καημένα μας βατράχια, να 

ξέρετε ότι δεν θα σας ξεχάσουμε. Καημένα μας βατράχια.... ". 

Το ένα νιώθει ότι πια δεν μπορεί να αναπνεύσει. Πέφτει 

λιπόθυμο. Το άλλο πηδά και αναπηδά, σκαρφαλώνει και αναπηδά. 

Και να το έξω από την τρύπα. Τα άλλα βατράχια συνεχίζουν να 

κλαίνε και να θρηνούν. Δεν βλέπουν καν μπροστά τους μέχρι 

που ακούν "Ευχαριστώ, φίλοι μου, πόσο με βοηθήσατε". Μένουν 

με το στόμα ανοικτό. Βλέπουν το βατράχι, το χαμένο βατράχι, 

κοντά τους. Το ρωτούν "Ανέβηκες; Βγήκες από μία τρύπα τόσο 

βαθιά;" "Δεν σας άκουγα, δεν μπορώ να ακούω. Αλλά σας 

έβλεπα, πόσο με θέλατε κοντά σας. Και να είμαι εδώ!