Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΘΕΛΗΣΕ Ν' ΑΝΕΒΕΙ ΠΙΟ ΨΗΛΑ (Νιγηρία)
Κάποτε ο κόσμος ήταν αλλιώτικος. Ο ουρανός ήταν πολύ
κοντά στη γη. Κοντά στους ανθρώπους. Κοντά στα χέρια των
ανθρώπων.
Λίγο να ανασήκωναν το χεράκι τους, τσουπ έφταναν στον
ουρανό.
Μπορούσαν να κόψουν και ένα κομμάτι του ( ο ουρανός
είναι απέραντος, δεν θα τελείωνε ποτέ. Μπορούσαν να το
κόψουν, να το φέρουν στο στόμα τους και να το βάλουν στο
στόμα τους. Λέγανε μάλιστα ότι είχε γεύσεις και αρώματα που
τους άρεσαν. Λέγανε μάλιστα ότι σε χόρταινε και ένα μικρό
κομμάτι του να έτρωγες. Τους ξεδιψούσε κιόλας και τους
δρόσιζε.
Έτσι κι έκαναν. Έκοβαν και έτρωγαν. Έκοβαν πολλά
κομμάτια. Έκοβαν μεγάλα κομμάτια. Έκοβαν, αλλά δεν τα
έτρωγαν όλα. Γέμιζε το στομάχι τους και ό,τι έμενε το
πετούσαν.
Ο ουρανός έβλεπε τους ανθρώπους να κόβουν, να γεύονται
και να χορταίνουν. Ευχαριστιόταν που έτρεφε τους ανθρώπους.
Ο ουρανός έβλεπε τους ανθρώπους να πετούν ή να σκάβουν
τρύπες και να βάζουν μέσα ό,τι περίσσευε. Θύμωνε, άναβε από
το θυμό του, βροντούσε και άστραφτε. Οι αστραπές και οι
βροντές του σαν να φώναζαν "Άνθρωποι, τι κάνετε;".
Για λίγο μετά τις βροντές και τις αστραπές, οι άνθρωποι
κοιτούσαν με σεβασμό τον ουρανό. Έκοβαν τόσο όσο μπορούσαν
να φάνε και να χορτάσουν. Τόσο όσο!
Οι άνθρωποι δεν δούλευαν, δεν χρειαζόταν. Ο ουρανός τους
έτρεφε. Χόρευαν και γιόρταζαν. Χόρευαν και γιόρταζαν. Έκοβαν
κομμάτια από τον ουρανό και θρέφονταν. Πότε πότε ξεχνιόνταν
και έκοβαν πολλά και μεγάλα κομμάτια. Χόρταιναν και
ξεδιψούσαν. Τότε τους έπιανε φόβος μη τους δει ο ουρανός να
πετούν ή να ανοίγουν τρύπες και να τα βάζουν μέσα. Πήγαιναν
από εδώ, πήγαιναν από εκεί και ρωτούσαν "Μήπως θέλεις λιγάκι
να φας". Δεν έβρισκαν κανέναν να πεινά ή να διψά.
Τότε ο ουρανός τους έβλεπε να πετούν κομμάτια του. Πότε
πότε βροντούσε και άστραφτε. Πότε πότε ανέβαινε κάπως πιο
ψηλά. Κάθε φορά και πιο ψηλά. Δεν τον έφταναν όσο κι αν
τέντωναν τα χέρια τους. Όσο κι αν τεντώνονταν ολόκληροι.
Δεν τρέφονταν πια με τα κομμάτια του ουρανού. Τι
μπορούσαν να κάνουν; Τι τους είχε μείνει; ... Η γη.
Οι καρποί της δεν έφταναν για όλους. Χρειαζόταν να τη
σκάβουν, να τη φυτεύουν, να τη ποτίζουν. Να κοπιάζουν οι
άνθρωποι και να ιδρώνουν. Να αναζητήσουν και να βρουν πηγές
γλυκού νερού για να ξεδιψάσουν. Όσο ίδρωναν, τόσο σέβονταν τη
γη και τους καρπούς της. Κοπίαζαν, έκοβαν και έτρωγαν τόσο
όσο χρειάζονταν για να χορτάσουν. Όσο κουβαλούσαν στάμνες
με νερό, τόσο πρόσεχαν σταγόνα να μη πέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου