Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΟΜΠΑΜΠ
Ένας λαγός στάθηκε κάτω από ένα μπαομπάμπ. Μέσα στο λιοπύρι, εκεί
βρήκε την πιο δροσερή σκιά. Ξάπλωσε και απολάμβανε να χαζεύει τα
κλαδιά και τα φύλλα του. Αρχίζει να του μιλά "Η σκιά σου δροσίζει,
αλλά τα φρούτα σου σκέτο νερό θα είναι". Σαν να τον άκουγε το
μπαομπάμπ και ρίχνει ένα φρούτο του ακριβώς μπροστά από τη μουσούδα
του λαγού. Ο λαγός το τρώει, το ευχαριστιέται και γλύφει και τα
δάχτυλά του. Λέει πάλι στο μπαομπάμπ "Γλυκιά γεύση, υπέροχο άρωμα,
αλλά η καρδιά σου μέσα σε αυτό το θεόρατο κορμό θα είναι σκέτο
ξύλο". Σαν να τον άκουγε το μπαομπάμπ και ανοίγει τον κορμό
του. Φανερώνονται κοσμήματα, χρυσά σανδάλια, κεντημένα με
χρυσοκλωστή ενδύματα.
Ο λαγός δέχεται τον θησαυρό που του προσφέρθηκε. Ευχαριστεί
με όλο του το σώμα και με όλη του την καρδιά το μπαομπάμπ.
Τον βλέπει μία ύαινα να κουβαλά όλο αυτόν τον θησαυρό. Τον ρωτά
και αυτός της είπε το και το. Πηγαίνει και η ύαινα κάτω από τη
σκιά του μπαομπάμπ, δεν την ευχαριστιέται. Βιάζεται να φάει το
φρούτο που της προσφέρει και δεν το ευχαριστιέται. Βιάζεται να
αρπάξει τον θησαυρό. Κλοτσά και γρατζουνά το δέντρο να ανοίξει.
Τι θα έκανε; Θα άνοιγε; Κλείνει ακόμη περισσότερο τον κορμό του
και δεν προσφέρει τίποτα στην ύαινα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου