Συνεχίζοντας το ταξίδι του συναντά έναν φεγγαροπαρμένο. Μόνο με το φεγγάρι ήθελε να τα λέει
"Φεγγάρι μου, φεγγάρι μου, είτε μισό είτε ολόκληρο
στα μάτια μου και στην καρδιά μου παρίστασαι ολόγιομο"
Ούτε ματιά δεν αντάλλαξαν.
“ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΙΑ!”
Στον επόμενο πλανήτη, προτού ακόμη φτάσει, ακούει από έναν
κάπως γερασμένο άνθρωπο
“Μην πλησιάζεις! Ύποπτος δείχνεις! Μείνε μακριά!”.
Το ξανθό αγόρι τον ρωτά “Με ξέρεις; Με έχεις ξαναδεί;”
και ακούει “Όλοι μα όλοι ψέματα λέτε για το ποιοι είστε.”.
Το αγόρι δεν ήθελε να πλησιάσει περισσότερο.
ΒΑΘΥ ΤΟ ΚΑΘΡΕΦΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ;
Ο Μικρός Πρίγκιπας δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει. Φτάνει σε ένα πηγάδι. Βαθύ, γεμάτο νερό. Του αρέσει να βλέπει τον εαυτό του μέσα από τα καθρεφτίσματα του νερού. Του αρέσει πολύ. "Για κοίτα με! Σε τόσες διαφορετικές πόζες! Μπορώ να χαράξω όποια μορφή μου θέλω. Ένα δεν αντικατοπτρίζεται. Η αγάπη μου για το τριαντάφυλλο. Το λουλούδι μου είναι βαθιά, πολύ βαθιά ριζωμένο μέσα μου. Πώς να φανεί στις πόζες;".
Ο ΚΑΦΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ
(πραγματική ιστορία ανάμεσα στον Γιουσούφ τον Σοφό από το Ουσκουντάς και τον Έλληνα ψαρά, Στέλιο)
Το 1895 ένας Οθωμανός αξιωματούχος, μέσα σε ένα καφενείο, λέει στον Γιουσούφ "Τους κερνώ όλους τους εδώ ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ. Όχι όλους τελικά, όχι εκείνον τον νεαρό (τον Στέλιο εννοούσε)που κάθεται εκεί στην άκρη. Για αυτόν δεν έχω τίποτα να δώσω". Ο καφετζής Γιουσούφ σερβίρει σε όλους φλιτζάνια καφέ και στον Στέλιο. Ο αξιωματούχος μουγκρίζει "Αυτό που κάνεις, Γιουσούφ, στο απαγορεύω". Και του απαντά ο Γιουσούφ "Τον καφέ αυτόν τον κερνώ εγώ, όλους τους άλλους εσύ, Μεγαλειότατε." Ο Στέλιος, με το βλέμμα του, ευχαριστεί τον Γιουσούφ.
Τα χρόνια περνούν. Το 1905, Τούρκοι στρατιώτες στέλνονται στη Σάμο να "σταματήσουν" τους εξεγερμένους Έλληνες. Ανάμεσα τους ο Γιουσούφ. Οι Έλληνες τον πιάνουν αιχμάλωτο, τον οδηγούν στο σκλαβοπάζαρο. Και κάποιος τον αγοράζει δίνοντας πολλούς παράδες. Ακουγόταν το σούσουρο "Πολλά είναι για έναν Τούρκο". Φεύγουν από το παζάρι και λίγο μετά ο Έλληνας λέει στο Γιουσούφ "Φύγε! Είσαι ελεύθερος". Έκπληκτος ο Γιουσούφ ρωτά "Μα πώς;". Ακούει να του λέει ο άλλος άνθρωπος "Γιουσούφ, είμαι ο Στέλιος ο ψαράς που τον κέρασες τότε καφέ ". Ο Γιουσούφ, με τη βοήθεια του Στέλιου, φεύγει για την Πόλη. Για πολλά χρόνια συναντιόνται και έλεγαν στα παιδιά, στα εγγόνια τους αυτή την ιστορία και πώς ένας καφές κερασμένος δεν ξεχνιέται.
Το ταξίδι δεν είναι εύκολη υπόθεση
να δώσεις φτερά στα πόδια σου
πρώτα να αναγνωρίσεις ότι ναι
τα πόδια σου μπορούν
να δώσεις θάρρος στην καρδιά
ότι ποτέ δεν είναι αργά
ότι μπορεί και τώρα να τολμήσει
την αλλαγή
να δώσεις άνεμο στο μυαλό
να σου ανοίξει τα πανιά
ακόμη και αν δεν έχει σιγουρέψει
ότι το επόμενο λιμάνι θα είναι απάνεμο-
ας απολαύσεις τον άνεμο σε ανοιχτά πανιά
και μετά ελέγχεις το λιμάνι
Αν ένα παιδί αφεθεί
ελεύθερο να ταξιδέψει
με τη φαντασία του
ανακαλύπτει λύσεις
δεν αρέσκεται να νιώθει
παγιδευμένο στη δυσκολία-
βρίσκει τρόπο να την υπερβεί
Αν δεν μπορεί να αγοράσει
όλα τα αυτοκόλλητα
των αγαπημένων του ποδοσφαιριστών
μπορεί να τους ζωγραφίσει
Μάλιστα το ίδιο το παιδί
να τους ζωγραφίσει
να γεμίσει το άλμπουμ
και να μη νιώθει
ότι κάτι λείπει
Η Σουσουράδα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού. Ένα πρωινό, με το πρώτο ροζ της αυγής, σηκώνεται. Ανοίγει το παράθυρο της και τι να δει. Η αυλή είχε γεμίσει φύλλα από τα δέντρα. Εκείνη τη νύχτα φυσούσε δυνατά, μα πολύ δυνατά. Αρπάζει την σκούπα της και βγαίνει. Σκουπίζει από δω, σκουπίζει από κει. Τα έκανε ένα σωρό εκεί στην άκρη της αυλής. Πάει να φέρει το φαράσι της.
Μα σε εκείνη την αυλή, εκεί ψηλά σε ένα δέντρο είχε και μία σουσουράδα την φωλιά της. Με το που φεύγει η γριά κατεβαίνει η σουσουράδα. Σκαλίζει από δω σκαλίζει από κεί να βρει ένα σκουληκάκι, μια τόσο δα μικρή κάμπια να την πάει στα μικρά της. Σκαλίζοντας σκόρπισε τα φύλλα. Γυρίζει η γριά με το φαράσι, τα βλέπει και φωνάζει “Ποιος σκόρπισε τα φύλλα;”. Φυσικά και κανείς δεν της είπε. Παίρνει πάλι την σκούπα της. Και να τα πάλι τα φύλλα ένα σωρό. Πάει να φέρει ένα τσουβάλι να τα βάλει μέσα.
Και να την πάλι τη σουσουράδα, με μια βουτιά, φτάνει στα φύλλα και σκαλίζει από δω σκαλίζει από κει. Βρήκε κάτι τόσο δα μικρό, σκουληκάκι θα ήταν, να το πάει στα παιδιά της. Γυρίζει η γριά με το τσουβάλι, τα βλέπει, φωνάζει πάλι “Ποιος σκορπά τα φύλλα;”. Κανείς δεν της μιλά. Με την σκούπα της τα κάνει ένα σωρό. Και πάει και κρύβεται πίσω από ένα δέντρο. Βλέπει πάλι την σουσουράδα να πετά κατευθείαν στον σωρό, να σκαλίζει από δω να σκαλίζει από κει. Στις μύτες των ποδιών της πάει σιμά της. Της αρπάζει την ουρά. Και χραπ κόβεται η ουρά.
Κάποτε, ένας ξεχωριστός και τεράστιος μουσικός, κλεισμένος στο δωμάτιο του, απορροφημένος μέσα στις νότες, έγραφε τη νέα του παρτιτούρα. Ξάφνου μπροστά του, με τη σκούπα της, η γυναίκα που καθάριζε το σπίτι του. Τι να πει κι αυτή; Τον ρωτά "Αλήθεια, χρόνια ήθελα να σας ρωτήσω, γράφετε, όλο γράφετε, τι σας δίνει έμπνευση;". "Από τα πάντα" της λέει. "Δηλαδή;", ρωτά αυτή με έντονη απορία. "Ακόμη και από εσένα και τον ήχο που κάνεις καθώς σκουπίζεις, αυτό το διαρκές τα τατα. Θα γίνει η έναρξη της συμφωνίας που τώρα γράφω και με διέκοψες".
https://www.youtube.com/watch?v=fOk8Tm815lE
"Η ψυχή είναι γεμάτη από αστέρια που πέφτουν"
Αστέρι η κάθε στιγμή που αμέσως περνά στο πριν.
Αστέρι η κάθε λαχτάρα που ξεχνιέται με τον καιρό.
Αστέρι το κάθε όνειρο που χάνει τις αποχρώσεις του.
Αστέρι η κάθε ανάμνηση που συνεχώς αλλάζει στη μνήμη μας.
Αστέρια που πέφτουν και γονιμοποιούν το Σύμπαν.
ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ
Κάποτε, ζούσε μία νεαρή γυναίκα, της φυλής Λακότα. Τη φώναζαν το Φως της Αυγής. Αγαπούσε τη Φύση και φρόντιζε τα φυτά και τα ζώα. Ξαφνικά, στη φυλή της, πολλοί αρρώσταιναν και ο θεραπευτής δεν κατάφερνε να βρει τη θεραπεία. Το Φως της Αυγής, με οδηγό το πνεύμα του λύκου, του ζώου-οδηγού της, πήγε στο δάσος. Αναζητούσε το «δάκρυ του φεγγαριού», θεραπευτικό φυτό. Περνούσαν οι μέρες, έχανε τις δυνάμεις της, αλλά έψαχνε και έψαχνε. Και μια αυγή, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να πέφτουν πάνω του, το είδε. Με τον θεραπευτή, έφτιαξαν το γιατρικό. Θεραπεύονταν οι άνθρωποι της φυλής της! Το Φως της Αυγής είχε αρρωστήσει. Έφυγε από τη φυλή της, πήγε στο σημείο που είχε δει το «δάκρυ του φεγγαριού» και ξεψύχησε. Σε αυτό το σημείο, οι άνθρωποι της φυλής της δεν βρήκαν το σώμα της, αλλά ένα λουλούδι με χρυσά πέταλα που έλαμπε σαν τις ακτίνες της αυγής. Κάποιος είπε “Αυτό το λουλούδι είναι το πνεύμα της! Θα μας προστατεύει πάντα!”. Αυτό το λουλούδι συνεχίζει να ανθίζει.
ΤΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Κάποτε, ένα μυρμήγκι μετέφερε, από το χάραμα, στάχυα στη φωλιά του. Εκεί κάτω στα βάθη της γης. Κατά το σούρουπο, δίψασε και πήγε κοντά σε ένα ρέμα να πιει νερό.
Πίνει και πίνει γάργαρο νερό. Και να ζαλίζεται και πέφτει μες στο ρυάκι. Νιώθει την καρδιά του να χτυπά δυνατά και το ρυάκι να το παρασέρνει μακριά. Φωνάζει "βοήθεια".
Και να σου σαν από θαύμα, βρίσκεται πάνω σε ένα φύλλο καστανιάς. Το φύλλο το κρατούσε με το στόμα του ένα περιστέρι. Να το πίσω στο χωράφι. Ευχαριστεί το περιστέρι
"Σε ευχαριστώ, καλέ μου φίλε. Κι αν με χρειαστείς, θα σε βοηθήσω κι εγώ"
Του λέει το περιστέρι "Χαρά μου, έτσι είναι οι φίλοι!"
Οι μέρες περνούσαν ώσπου σε εκείνο το χωράφι στήνει ξόβεργες, στα κλαδιά ενός δέντρου, ένας κυνηγός. Για να πιάσει πουλιά. Το περιστέρι κολλά. Και τη στιγμή που ο κυνηγός πάει να πιάσει το περιστέρι, περνά το μυρμήγκι. Αμέσως ανεβαίνει στη γάμπα του κυνηγού και τον τσιμπά με όλη του τη δύναμη. Πονά ο κυνηγός, ανοίγει τα χέρια του. Το περιστέρι του ξεφεύγει και να το πετά ψηλά στον ουρανό.
Ευχαριστεί το μυρμήγκι "Σε ευχαριστώ, καλέ μου φίλε." Και το μυρμήγκι του λέει "Χαρά μου, έτσι είναι οι φίλοι!"
Μοχάμεντ Αμπουζάρ
ΕΓΩ Ο ΙΟΥΔΑΣ;
Περιμένω έξω από την πόρτα του ταξιδευτή-συγγραφέα. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε στο σχολείο.
Έχω χτυπήσει το κουδούνι. “Θα με αναγνωρίσει;”. Και να τος ανοίγει την πόρτα. Αμέσως με αναγνωρίζει! Βλέπεις το μαλλί!
Με καλοδέχεται. Νιώθω άνετα και τον ρωτώ «Το φανταζόσουν ποτέ να είμαι εγώ, o “Ιούδας” ο εμπνευστής του συλλόγου στήριξης παιδιών Κένταυρος». «Κένταυρος ο πληγωμένος θεραπευτής» ψιθυρίζει. Και πιο δυνατά μου λέει «Ένα βάρος έφυγε από πάνω μου. Πάντα ανησυχούσα τι είχες απογίνει. Και πάντα σε θυμόμουν. “Σώπα, δάσκαλε, να ακούσουμε το πουλί”… Κι εγώ ήθελα να το ακούσω, μα δεν μίλησα».
Και να τος, εκεί στην άκρη του δρόμου
ξαπλωμένος φορώντας τα λιγοστά κουρέλια του.
Τον πλησιάζει ένας φύλακας
- Να φύγεις, έχουμε πολλούς ζητιάνους εδώ.
- Δεν είμαι ζητιάνος.
Πρώτη σκέψη στον φύλακα
"Λες να είναι ο αξιωμάτικός μας, ναι καμιά φορά
βγαίνει έτσι με κουρέλια, για να δει
τι γίνεται στην πολιτεία μας"
- Και ποιος είσαι; Είσαι ο αξιωματούχος μας;
του λέει ικετευτικά.
- Δεν είμαι ο αξιωματούχος σας, του λέει ειρωνικά.
Είμαι κάτι πιο πάνω.
"Ωχ, σκέφτεται, ο δικαστής θα είναι, βγαίνει κι αυτός
μάλλον πότε πότε έτσι με κουρέλια΄"
- Κύριε δικαστά, ακόμη πιο δουλοπρεπώς.
- Δεν είμαι ο δικαστής, στακάτα. Είμαι κάτι πιο πάνω.
"Θεέ μου, ωχ, ο βασιλιάς μπροστά μου". Τρέμοντας
- Πολυχρονεμένε βασιλιά μου
Τον διακόπτει, θυμωμένος
- Δεν είμαι ο βασιλιάς σου. Είμαι κάτι ακόμη πιο πάνω.
- Ε, πιο πάνω, σε προσκυνώ, Θεέ μου.
- Δεν είμαι ο Θεός σου. Είμαι ένα Τίποτα. Ακούς ένα Τίποτα
που δεν μπορείς να ξέρεις τι ήταν πριν, κάποτε, κάπου αλλού.
Ακούς.
Ο άλλος σιωπούσε, τώρα πια μόνο άκουγε.
Το παιδί- βιβλίο
Υπάρχουν φορές που κοιτώντας
βαθιά μέσα μου
ατενίζω ένα παιδί-βιβλίο
Γνωρίζει τις λέξεις που
έχω διαβάσει
Γνωρίζει τα παραμύθια
που με έχουν συνοδεύσει
στις δοκιμασίες
στην παραπλάνηση του αντιπάλου
Έχει ταξιδέψει
με εισιτήριο τη φαντασία
Έχει ανάψει ένα πολύχρωμο κερί
αισιοδοξίας
Έχει ανακαλύψει το δικό του
στο δάσος ξέφωτο
Δια της αγάπης του, το πρόσωπο που αγαπάει επιτρέπει στο πρόσωπο που αγαπιέται να ενεργοποιήσει τα όσα εν δυνάμει έχει εντός του.
Viktor Frankl «Δια της αγάπης του, το πρόσωπο που αγαπάει επιτρέπει στο πρόσωπο που αγαπιέται να ενεργοποιήσει τα όσα εν δυνάμει έχει εντός του». Από τον Βίκτορ Φρανκλ [Πηγή: www.doctv.gr]
«Δια της αγάπης του, το πρόσωπο που αγαπάει επιτρέπει στο πρόσωπο που αγαπιέται να ενεργοποιήσει τα όσα εν δυνάμει έχει εντός του». Από τον Βίκτορ Φρανκλ [Πηγή: www.doctv.gr]
Μπορεί ακόμη να μην είσαι
αυτό που βλέπω σε σένα
Όπως στο αυγό
Όπως στον σπόρο
Όπως στο κουκούλι
ενυπάρχει το δυνάμει
με φροντίδα
με αγάπη
με συνοδοιπορία
το εν δυνάμει αποκτά μορφή
αυτή την τόσο αγαπητή μορφή
αυτή που ενυπάρχει
από την αρχή της δημιουργίας του
Αγαπημένη μου κόρη, δεν μπορούσα να εμποδίσω
αν και θεά της γονιμότητας,
σε κάθε κύκλο, τα σπαρτά μου να ξεραίνονται,
από τον Ήλιο, έτσι είναι ο κύκλος!
Τον έβλεπες τον κύκλο της Ζωής και του Θανάτου.
Πέρσα μου, αν έχεις διαλέξει να μείνεις στο σκοτάδι,
μακριά από τον Ήλιο, απλά πες μου το, θα σε καταλάβω.
Πέρσα μου, μαζί με το Θάνατο, σου έλεγα να έχουμε την πόρτα μας
ανοικτή προς τη Ζωή. Στη λαχτάρα μας να ζήσουμε,
να απολαύσουμε,
χωρίς να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε την Πραγματικότητα,
απλά να στραφούμε προς το Φως!
Και πάλι από την Αρχή!
Πέρσα μου, θα είσαι το Φως μου, όπως κι αν πράξεις!
Χαίρε, Έαρινή δροσιά.
Χαίρε, αέρινες ψυχές.
Χαίρε, σώματα που, σε μία στιγμή, γίνατε στάχτη.
Χαίρε, θλίψη που μας αγκάλιασε.
Χαίρε, αναστεναγμοί που μας προκάλεσε το κέρδος της αγοράς.
Χαίρε, άνθρωποι που πενθούν τους αγαπημένους.
Χαίρε, σε όλους εμάς που θρηνούμε για τη Ζωή.
Χαίρε, σε όσους σας ονόμασαν "θυσία", χωρίς να νιώσουν ντροπή.
Χαίρε, σε όλους εμάς που θα σας θυμόμαστε.
Χαίρε, στην ξεδιαντροπιά που μας διαπέρασε
όπως οι ερπύστριες του τανκς.
Χαίρε, σε όσους βγήκαμε στους δρόμους
αναζητώντας την ουτοπία της δικαιοσύνης.
Πολύφημος
Κρεατοφαγείο για καλοφαγάδες
“Πάμε απόψε στου Πολύφημου;” Και τους έτρεχαν τα σάλια!
Κρέατα δικής του παραγωγής στα κάρβουνα!
Δέκα λεπτά με βάρκα, να περάσουν στο απέναντι νησί.
Και έφταναν στο φιλόξενο ταβερνείο του.
Μενού μόνο τυράκια και κρεατάκια.
Και για πόρτα ένας πελώριος βράχος! “Α, ρε Κύκλωπα!”.