Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

 Όλες οι ιστορίες είναι ιστορίες ποδιών που 

Ποδοπατούν

Ορχούνται 

Δραπετεύουν 

Ισορροπούν 

Ωραιοπερπατούν   

Ναυαγούν 

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025


 Η ομορφιά και η ταπεινότητα 

Χορταράκια σαν μικρά bonsai

Αφρόντιστα, αυτοφυή, 

δυσκολεμένα, φυτρωμένα σε τσιμέντο, 

από πείσμα να δείξουν ότι 

ναι η ομορφιά υπάρχει

και μερικές φορές 

η ομορφιά υπάρχει στη σκιά 

που δημιουργούν 

συντροφεμένα με το φως 

ενός καλοκαιρινού καταμεσήμερου 

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

 Νερό είμαι- το αναγνωρίζω

το επιθυμώ κιόλας

Γίνομαι Ένα με τη θάλασσα

Μέσα της δεν αναγνωρίζω τι μας χωρίζει 

Χάνομαι, χάνονται και τα όρια μεταξύ μας 


Η Φωτιά έρχεται και όλα τα συνθλίβει 

Και το Νερό το στραγγίζει, δεν πειράζει 

Το κάνει Αέρα, σαν να μην υπάρχει, 

και μένα που είμαι Νερό, μα δεν με πειράζει 

Ας είμαι Νερό!  


Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

 Ένα καλοκαίρι είναι ιδρώτας που τρέχει

με την ελπίδα ότι φεύγουν και τα περιττά μαζί του

με τη σκέψη ότι έχω σάουνα, χωρίς να καίω ρεύμα

με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο

σε ένα πρόσωπο τόσο υγρό

 Ένα καλοκαίρι είναι ιδρώτας που τρέχει '

που, όταν σμίγει με την αλμύρα της θάλασσας,

αναφωνεί "τι έρωτας!"

"τα δύο έσονται Ένα"

 Ένα καλοκαίρι είναι ιδρώτας που τρέχει

με ό,τι άλλο μπορείς να θυμηθείς (ή να φανταστείς)

αλλά κυρίως με πολύ ιδρώτα που τρέχει

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

Mπορώ να γίνω ευτυχισμένη με τα πιο απλά πράγματα

και με τα πιο μικρά

Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.

Μου φτάνει που ξυπνώ, χωρίς να βιάζομαι να πάω κάπου 

Και που νιώθω να έχω όλο τον χρόνο δικό μου 

Που αράζω και νιώθω την αναπνοή μου 

Και που χαμογελώ και με τα μάτια μου 

Και συγκρατώ στη μνήμη μου αυτή μου την εικόνα  

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

 Αν από πάνω μου πετούσα όσα με στενοχωρούν, 

                        όσα με περιορίζουν, 

όσα με κάνουν να νιώθω ότι δεν έχω χώρο για μένα, 


Αν από πάνω μου πετούσα το πέρασμα του χρόνου,

                       τους χτύπους του ρολογιού, 

                    όσα με φθείρουν, με χρονομετρούν,       


Αν από πάνω μου πετούσα την απόρριψη, 

                       τις προσδοκίες από τους άλλους, 

το βλέμμα των άλλων που δεν το νιώθω ως χάδι, 


Αν στο τέλος πετούσα και αυτό το ΑΝ... 


Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

 Ανήκω εδώ (ας το δεχτώ) 

    Ανήκω εδώ σε έναν κόσμο 

φθαρτό, ρέοντα,

είμαι μέσα σε αυτόν, 

διαρκώς αλλάζω και εγώ. 


Σαν σε ένα ποτάμι, 

πότε βυθίζομαι

- για να μην νιώθω,

για να μη βλέπω 

τα πτώματα γύρω- 

άλλες φορές 

ξαναβγαίνω στην επιφάνεια

για να ακούσω τιτιβίσματα,

να χαζέψω τα λουλούδια στις όχθες,

προτού κι αυτά χαθούν. 

Να προλάβω! 


Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Λάμπει κάτι από πολύ βαθιά μέσα σου 

Όταν τρυφερά αγγίζεις τις ψυχές των γύρω σου 

Ύστερα το βλέμμα σου τους μένει ως ανάμνηση 

Μέχρι να αντιληφθούν το δικό τους Φως 

Ίσως Ένα να είναι το Φως 

Να μοιράζεται σε όλα γύρω του τα πλάσματα 

Όταν σκάψουμε βαθιά μέσα μας

Ζωντανό αναβλύζει 

Ακόμη και το σάρκινο περίβλημα διαπερνά 


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

 ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΕΣ ΠΟΥ ΘΕΡΑΠΕΥΟΥΝ ΤΗΣ VALERIA BOARI

Χρειαζόμαστε θεραπεύτριες που θεραπεύουν
γυναίκες που πέρασαν από την κόλαση και επέστρεψαν, φέρνοντας μαζί τους την αθωότητα και την αγνότητα.
Γυναίκες που βλέπουν την ψυχή, την ακούνε,
ενσταλάζουν δονήσεις αγάπης, λέξεις μαγικές, γλυκά τραγούδια.
Γυναίκες που ξέρουν να χαϊδεύουν την ψυχή.
Παίρνουν το τραυματισμένο αγόρι και το κορίτσι από το χέρι και τα σηκώνουν για να κοιτάξουν το ουράνιο τόξο.
Γυναίκες που μιλούν στα δέντρα, στις πέτρες,
στα ζώα, στα βουνά, στα νερά, που τα ακούνε, τα καταλαβαίνουν, τα συμβουλεύουν.
Τα βοηθούν, τα στηρίζουν.
Γυναίκες που έχουν επουλώσει τις συναισθηματικές τους πληγές, την εγκατάλειψη, τη βία, έχουν χτίσει την αυτοεκτίμησή τους, έχουν μάθει να αγαπούν η μία την άλλη, να αγαπούν, να λένε όχι.
Γυναίκες που ξέρουν βότανα, λουλούδια,
τις μαγικές τέχνες, και έχουν μάθει
να μην ντρέπονται.
Γυναίκες που όταν μετακινούνται συνοδεύονται από πλήθη Αγγέλων
και η κίνησή τους είναι όπως ένας χορός ενέργειας, σε διαφορετικά επίπεδα.
Γυναίκες που έχουν τιμήσει τις ρίζες τους μεταμορφώνοντάς τις και φέρνοντας νέο χυμό στο δέντρο.
Γυναίκες που δεν είναι πια θύματα
αλλά κάνουν επιλογές.
Γυναίκες που μπορούν να βοηθήσουν άλλες ψυχές να απελευθερωθούν, που κατέχουν την ιερή τέχνη της θεραπείας, αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης ενός μακρού μονοπατιού θεραπείας
Οι γυναίκες που εκφράζονται με το να είναι ταπεινές, επειδή δεν χρειάζονται πλέον να τις βλέπουν οι άλλοι, έχουν συνειδητοποιήσει ποιες είναι.
Έχουν γίνει ορατές, τιμημένες, ευλογημένες.
Γυναίκες που ξέρουν ποιες είναι,
γυναίκες που υπηρετούν τον κόσμο.

LE GUARITRICI GUARITE
Abbiamo bisogno di guaritrici guarite
donne che hanno attraversato l’inferno e sono tornate, portando con sè l’innocenza e la purezza.
Donne che vedono l'anima, l'ascoltano,
le infondono vibrazioni d'amore, parole magiche, dolci canti.
Donne che sanno accarezzare l'anima.
Prendono per mano il bambino, la bambina feriti e li sollevano a guardare l'arcobaleno.
Donne che parlano agli alberi, alle pietre,
agli animali, alle montagne, alle acque, che le ascoltano, le capiscono, le consigliano.
Le aiutano, le sostengono.
Donne che hanno sanato le proprie ferite emozionali, l'abbondono, le violenze, hanno costruito la propria autostima, imparato ad amarsi, ad amare, a dire no.
Donne che conoscono le erbe, i fiori,
le arti magiche, e hanno imparato
a non vergognarsene.
Donne che quando si muovono sono accompagnate da schiere di Angeli
e il loro spostarsi è come una danza dell'energia , su diversi piani.
Donne che hanno onorato le proprie radici trasformandole e portanndo linfa nuova nell'albero.
Donne che non sono più vittime
ma operano delle scelte.
Donne che possono aiutare altre anime a liberarsi, che possiedono l'arte sacra della cura, frutto dell'aver compiuto un lungo percorso di guarigione
Donne che si esprimono attraverso l'essere umili, perché non hanno più bisogno di essere viste dagli altri, hanno preso coscienza di chi sono.
Si sono viste, onorate, benedette.
Donne che sanno chi sono,
donne al servizio del mondo.
Di Valeria Boari

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

 ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΑΓΑΠΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά 

μπόρεσα να αναγνωρίσω όλα μου τα συναισθήματα, 

να συνδεθώ στο εδώ και τώρα με τον εαυτό μου, να με παρατηρήσω.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ.


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

κατάλαβα ότι όλα είναι ανθρώπινα και μπορεί να συμβούν στον καθένα.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ.


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

έπαψα να νομίζω ότι μπορώ να επηρεάζω τις σκέψεις άλλων. 

Ελέγχω, κατά το δυνατό, μόνο τις δικές μου.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ.


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

έπαψα να φορώ τη μάσκα, για να φαίνομαι αρεστή. 

Αφέθηκα στον χρόνο, τον αποδέχτηκα,προσπαθώ να συμφιλιωθώ μαζί του.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ.


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

απελευθερώθηκα από το διαρκές κυνήγι του χρόνου, 

το παλεύω να μην τρέχω πίσω από την κάθε στιγμή, 

αλλά να ανοίγω μέσα μου διαστήματα που να αναγνωρίζω την ομορφιά γύρω 

μου. 

Να μου προσφέρω αυτές τις μικρές απλές καθημερινές χαρές.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΑΥΤΑΓΑΠΗ.


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

έπαψα να με βασανίζω με περίσσιες σκέψεις για το μέλλον. 

Βελτιώνομαι στο να εστιάζω στο παρόν.

Σήμερα ξέρω οτι αυτό το λέμε ΑΠΛΟΤΗΤΑ.


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

άρχισα να με αναγνωρίζω και να με νιώθω κάθε μέρα Ολόκληρη, 

ανεξάρτητα από τις επιδόσεις και τη διάθεση μου.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ.

 

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

συνειδητοποίησα ότι λαμβάνω μία απόφαση με όσα γνωρίζω 

και νιώθω εκείνη τη στιγμή, 

δεν πεισμώνω να την κρατήσω ως την τέλεια απόφαση, 

αλλά την αναγνωρίζω ως την καλύτερη που μπορούσα να έχω λάβει εκείνη 

την περίοδο, μπορώ να την αναθεωρήσω.

Σήμερα αυτό το λέω ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ.

 

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

κατάλαβα ότι η αυτοεκτίμηση είναι μία εσωτερική φωτεινή δύναμη, 

κι ας λένε ότι το ποιος είσαι διαμορφώνεται από τις σχέσεις με τους 

άλλους. 

Να μην εξαρτώμαι, σε μεγάλο βαθμό, από τις ματιές των άλλων.

Αυτό το λέμε ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ.

 

Ξέρω ότι τα πάντα ρει, όλα αλλάζουν διαρκώς.

Σήμερα ξέρω ότι ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΒΟΥΝΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΕΙ

    Πριν από χρόνια πολλά, σε μια ήσυχη κοιλάδα, ξεχώριζε ένα βουνό τόσο ψηλό που η κορυφή του χανόταν μέσα στην ομίχλη. Οι άνθρωποι της κοιλάδας το λάτρευαν, το έβλεπαν όχι μόνο τόσο ψηλό, αλλά και ότι αυτό τίποτα δεν το επηρεάζει, τίποτα δεν το αγγίζει. Και όμως αυτό το βουνό ένιωθε. Ένιωθε τις ακτίνες του ήλιου να αντανακλούν πάνω του. Τους ανέμους να το χαϊδεύουν. Τις καταιγίδες να το φωτίζουν με την ξαφνική τους λάμψη.  Άκουγε και τα δέντρα να του λένε "Εδώ θα είσαι πάντα, ακίνητος σβώλος για να τρεφόμαστε εμείς".  Και τους αετούς "Θα πετάμε γύρω σου, και ακόμη πιο ψηλά σου. Εσύ εκεί θα στέκεσαι και θα κρατάς τον ουρανό".

    Σχεδόν τους είχε πιστέψει και σχεδόν το είχε δεχτεί ότι αυτή είναι η θέση του. Αλλά μια μέρα, ένας τοσοδά σπόρος, άγνωστο από πού και πώς, πέφτει σε ένα σημείο του, σε ένα σημείο που υπήρχαν μόνο  βράχια. Ο σπόρος έλεγε και ξαναέλεγε τον καημό του "Θέλω να αναπτυχθώ, αλλά χωρίς  χώμα δεν θα τα καταφέρω". 

    Κάποια στιγμή το βουνό του μίλησε "Θα το δεις να αναπτύσσεσαι, θα αλλάξω και εγώ όσο μπορώ. Ναι μπορώ!". Σε εκείνο το βραχώδες μέρος, ξαφνικά ανοίγει μία σχισμή, βαθιά και πλούσια σε χώμα. Ο καρπός έγινε δέντρο, με γερά κλωνάρια, σχεδόν καλούσε τα πουλιά να κάθονται πάνω τους και να τραγουδούν. 

    Το βουνό έτσι και έκανε, όποτε κάποιος καρπός, άγνωστο από πού και πώς, έπεφτε, επιθυμούσε να φυτρώσει και του ζητούσε να το βοηθήσει. Άρχισε να αλλάζει, σαν κάπως να χαμήλωνε, και όλο και πιο καταπράσινα δέντρα να φυτρώνουν σε αυτό. Όλο και περισσότερα κελαηδίσματά να ακούν οι άνθρωποι και ολοένα περισσότερο να το ευχαριστούν. 


Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

 Πώς μπορώ να απολαύσω ένα μάνγκο; 

    Σε μία χώρα πάντα ηλιόλουστη και κάπως μακρινή, εκεί σε ένα ήσυχο τόπο, ένα δέντρο ψηλό δέντρο, πάντα καταπράσινο, άρχιζε να μεγαλώνει τους πορτοκαλί καρπούς του. Τα γύρω πλάσματα  κάθε μέρα παρατηρούσαν "Μεγαλώνουν, μεγαλώνουν, σύντομα θα τα γευτούμε". Και έφτασε η στιγμή, ακούγονταν ολοένα να πυκνώνουν οι φωνές, διάφορες φωνές από διάφορα πλάσματα, γύρω από το δέντρο. Τσακωμοί, ποιο θα πρωταρπάξει τα περισσότερα! Μονάχα ένας μικρός χαμαιλέοντας, εκεί στο πλάι, κάπως σε απόσταση, περίμενε. Καθόταν πάνω σε μία πέτρα και απολάμβανε τις ακτίνες του ήλιου. 

    Τα έβλεπε να σκαρφαλώνουν, να σπρώχνουν, να φωνάζουν "Ήρθα πρώτος!", "Κάντε στην άκρη, να ανέβω", "Θα πατήσω όποιον βρω στο πέρασμά μου". Πόσο βιάζονταν! Έβλεπε φρούτα να πέφτουν από τα χέρια τους και να ποδοπατούνται. Φρούτα που κανείς δεν γευόταν, κανείς δεν απολάμβανε. 

    Κάποια, όπως η μαϊμού, έφτασε να τον πειράζει "Ήρθες να παρακολουθήσεις ή να φας;". Αυτός απλά χαμογελούσε. Άρχισε να νυχτώνει. Επέστρεφαν στα λημέρια τους, κάποια βογκούσαν κάτω από το δέντρο. Κάποια τώρα πρόσεχαν τις γρατζουνιές που είχαν πάθει. 

    Τότε, σαν από μαγεία, φύσηξε ένα απαλό αεράκι. Τρία μεγάλα, χρυσά μάνγκο πέφτουν από τα πιο ψηλά κλαδιά, από εκεί που δεν μπορούσε κανείς να φτάσει. Απαλά αγγίζουν κάτω το χορτάρι, ακριβώς δίπλα από την πέτρα που καθόταν για ώρες ο χαμαιλέοντας. Κρατούσε μαζί του μία άδεια κολοκύθα, σαν καλάθι για τα φρούτα που θα μάζευε. Δεν τα τρώει εκείνη τη στιγμή, τα παίρνει και επιστρέφει στο δέντρο του. Ήταν μεγάλα και χρυσά, όλη νύχτα τα χάζευε πόσο όμορφα, πόσο λαμπερά!  

    Το επόμενο πρωί, κατεβαίνει από το δεντρόσπιτο, καλεί και άλλα πλάσματα που χθες δεν είχαν δοκιμάσει ούτε ένα τοσοδά κομματάκι. Τον τυφλοπόντικα, την ακρίδα, τον κουτσό σκίουρο.  Κόβει τα μάνγκο και τα μοιράζεται μαζί τους


Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Τριαντάφυλλα; 

    Κάποτε, σε μία χώρα όχι και τόσο μακρινή, όπου κι αν κοιτούσες

φύτρωναν λουλούδια. Από όλα τα λουλούδια, ξεχώριζαν, σε ομορφιά και 

άρωμα, τα τριαντάφυλλα. Μπορούσες να δεις τριαντάφυλλα σε τόσα πολλά 

χρώματα που δεν προλαβαίνω να σας πω. Από όπου κι αν περνούσες, μύριζες

τα ξεχωριστά τους αρώματα, αν σταματούσες για μια στιγμή και το 

παρατηρούσες. 

    Όσο κανείς δεν τα κοιτούσε και δεν τα παρατηρούσε, αυτά άρχισαν 

να χάνουν τα πέταλά τους, να ξεραίνονται τα κλαδιά τους, να 

πεθαίνουν οι ρίζες τους, μα κανείς δεν το είχε προσέξει. 

    Τότε οι αρκούδες άρχισαν να αδυνατίζουν, να χάνουν τα πάχη τους, 

τα κάλλη τους, να μένουν πετσί και κόκκαλο. Και, όπως συμβαίνει 

συνήθως άρχισαν να κατηγορούν τις μέλισσες. "Δεν βρίσκουμε μέλι να 

φάμε. Μα τι κάνετε πια όλη μέρα και δεν φτιάχνετε μέλι;". Οι 

μέλισσες κατσούφιαζαν, όταν άκουγαν κάτι τέτοια. "Μέλι, μέλι, πώς 

θα σας φτιάξουμε μέλι χωρίς τριαντάφυλλα;". Με μια φωνή αρκούδες και 

μέλισσες λένε "Ναι, τι γίνανε τα τριαντάφυλλα; Δεν βλέπουμε πια 

τριαντάφυλλα". 

    Οι αρκούδες και οι μέλισσες φώναξαν τους  ανθρώπους, όλα τα 

πλάσματα του δάσους, τα πουλιά. Μαζεύτηκαν και όλα έλεγαν 

"Καλοκαίρι έχουμε και να μην έχουμε τριαντάφυλλα; Δρόμους 

παίρνουμε, δρόμους αφήνουμε, πίσω δεν γυρνούμε, αν τριαντάφυλλο δεν 

βρούμε!". 

    Έτσι κι έκαναν. Έψαχναν και έψαχναν για μέρες. Μέρες πολλές. 

Ώσπου ένα πουλί, ένα κολίμπρι, στην πλαγιά ενός βουνού, βλέπει ένα 

τριαντάφυλλο. Ήταν μόνο του, φαινόταν κάπως άρρωστο. Είχε χάσει το 

χρώμα του. Το ξεριζώνει, να το πάει στα μέρη του, να μαζευτούν οι 

γιατροί και οι σοφοί να το κάνουν καλά. 

    Και έγινε καλά, ξαναβρήκε το βαθύ κόκκινο χρώμα του. Όλοι, για 

μέρες ήταν από πάνω του και η αγωνία τα πρόσωπα χάρασσε. Με το που 

το βλέπουν να γίνεται καλά, το ρωτούν "Τι έγινε; Πού χαθήκατε όλα;"

"Αν μας κοιτούσατε, αν μας παρατηρούσατε, αν μας μυρίζατε, αν μας 

ευχαριστούσατε, δεν θα χανόμασταν. Μα ούτε μια ματιά, λες και δεν 

υπήρχαμε". Τώρα τα φρόντιζαν, τα πότιζαν, τα ευχαριστούσαν. 

    Και το Πνεύμα της Ζωής τους έδωσε και τα αγκάθια για να έχουν 

έναν τρόπο να προστατεύουν τον εαυτό τους. 

    

    



 

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

ΚΑΜΠΙΑ Η' ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ 

Ήμουν μια κάμπια στο χώμα, 

βλέποντας τον κόσμο από χαμηλά. 

Ήξερα ότι κάτι μέσα μου αλλάζει...

Μόλις ξεκίνησε η αλλαγή ένιωσα 

κάτι παράξενο να συμβαίνει.

Δεν φοβήθηκα που ξαφνικά άρχισα να πετώ.

Μετά όμως άρχισε να μου λείπει το χώμα που τόσο είχα συνηθίσει.

Στη συνέχεια άρχισα να συνηθίζω πώς είναι να πετώ

και όχι να σέρνομαι.


Τελικά μ’ άρεσε, 

κι ας με έβλεπα πότε πότε στον ύπνο μου ότι ήμουν κάμπια.


Εκείνο που έμαθα είναι

ότι άλλοτε μπορώ να σέρνομαι 

άλλοτε να πετώ. 

Μακάρι να μπορούσα εγώ να το ρυθμίζω πότε. 

Αλλά δεν είναι στο χέρι μου.


Νιώθω ευγνωμοσύνη για τις αλλαγές, 

γιατί τελικά βαριέμαι μία κατάσταση που κρατά πολύ καιρό.

Αγαπώ να πετώ από λουλούδι σε λουλούδι.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025


 

Με την αλεπού στο πλευρό μου, 
για δισάκι μου ένα αστέρι,
ακόμη και στην άκρη του γκρεμού, 
γνωρίζω ότι κάποιον δρόμο θα πάρω. 

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

 


On the road
Ink and watercolour on paper; sheet 25 x 28.5 cm.
Tove Jansson
(Finland, 1914-2001)
 
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω... 

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 

    Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος όχι και τόσο μακρινό,  ένας  Λαγός και μία Χελώνα. Ο καθένας τους ξεχώριζε με τον τρόπο του: ο Λαγός δεν σταματούσε να τρέχει από εδώ και από εκεί, η Χελώνα επέμενε "το αργόν και χάριν έχει". 

   Μια μέρα, ξαφνικά όχι και τόσο, απροειδοποίητα όχι και τόσο, ούτε σταγόνα νερό. Όλα τα δέντρα, τα φυτά και τα λουλούδια μαράθηκαν. Επικράτησε το καφέ χρώμα και όλες του οι αποχρώσεις. Δεν υπήρχε τροφή για κανένα πλάσμα. Ο Λαγός καθόταν κάτω από ένα μαραμένο δέντρο και τη στενοχώρια του την έβλεπες να γράφει σε όλο του το σώμα. 

   Η Χελώνα τον πλησιάζει και του λέει "Φίλε μου, ας κρατήσουμε την ελπίδα μας δυνατή". Ο Λαγός της δείχνει γύρω τα ποτάμια να μην έχουν νερό και όλα να τα ψήνει ο ήλιος και της λέει "Δύσκολο έγινε το να ελπίζουμε". "Ξέρεις, καλέ μου Λαγέ", του λέει η Χελώνα "Βλέπεις εκείνους τους μακρινούς λόφους στον ορίζοντα, εκεί από πίσω  βρίσκεται το ξακουστό «Πηγάδι της Ατελείωτης Ελπίδας». 

    Κοιτάζει ο Λαγός στον ορίζοντα, της λέει "Είναι τόσο μακριά αυτό το ξακουστό πηγάδι. Είμαι γρήγορος, το ξέρω, αλλά όχι και τόσο γρήγορος". "Όπως και να έχει, ξεκίνα και θα σε ακολουθήσω με το δικό μου ρυθμό". Της λέει, με λίγο χαμόγελο όσο μπόρεσε, ο Λαγός "Τον δικό σου ρυθμό τον αργό που χάρη έχει". 

    Προχωρούσαν, συναντούσαν  αγκαθωτούς θάμνους, απόκρημνους βράχους και καυτή άμμο. Τίποτα δεν τους εμπόδιζε! Προχωρούσαν για μέρες. Κάποιες φορές, ο Λαγός ένιωθε κούραση, δεν μπορούσε να σταματήσει, καθώς έβλεπε τη Χελώνα να τον ακολουθεί. Και έφτασαν στο ξακουστό πηγάδι. Δροσίστηκαν. Γύρισαν στο δάσος και η Χελώνα έλεγε και ξαναέλεγε σε όλα τα πλάσματα "Το νερό έχει αργό ρυθμό, η ελπίδα χάνεται γρήγορα. Ας μάθουμε να περιμένουμε!". Σε λίγες μέρες, άρχισε μία αργή βροχή που κράτησε για ώρες! Ξεδίψασε η γη και όλα της τα πλάσματα!

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Πώς μπορούμε να φέρουμε τη βροχή; 

    Κάποτε, στα δάση κατοικούσαν διάφορα πλάσματα που μιλούσαν με  ανθρώπινη λαλιά. Ανάμεσά τους ζούσε μια αράχνη μικρή στο μάτι, αλλά ξακουστή για το μυαλό της. Για καιρό δεν είχε βρέξει, τα φυτά ξεραίνονταν, τα πλάσματα πεινούσαν και διψούσαν. Για καιρό τα μεταξύ τους λόγια ήταν "Θα βρέξει, δεν θα βρέξει, πότε θα βρέξει;". Αυτά έλεγαν και σιγά σιγά μόνο τη βροχή σκέφτονταν. 

    Υπήρχε ένα πλάσμα, η γριά χελώνα που κάτι γνώριζε σχετικά με τη βροχή. Ζούσε ψηλά στην κορυφή του πιο ψηλού μπαομπάμπ. Δεν ήθελε να κατέβει ούτε να μοιραστεί όσα είχε μάθει πριν από πολλά χρόνια. 

    Η μικρή αράχνη έγνεψε ένα μακρύ μεταξωτό νήμα, έδεσε κολοκύθες σε αυτό - μία για την καλοσύνη, μία για το θάρρος, μία για τη σοφία και μία για τα ψέματα. Τις έβαψε στις αποχρώσεις του ήλιου. Ανέβαζε τις κολοκύθες ψηλά στο μπαομπάμπ να τις κάνει δώρο στη χελώνα. Όταν ανέβηκε, η χελώνα κοιμόταν. Τότε η αράχνη άρχισε να τραγουδά ήρεμα και σιγανά: "Τέσσερα δώρα φέρνω, για το τόσο σου μεγάλο καβούκι. Αλλά μόνο η αλήθεια Θα ανοίξει την περηφάνειά σου". Η χελώνα ανοίγει το ένα μάτι, γελώντας λέει στην αράχνη "Τι θέλεις, μικρή περιπατήτρια;". Με φωνή που χάιδευε και παρακαλούσε τη χελώνα της λέει "Μόνο μια σταγόνα βροχής". Η χελώνα γελά τρανταχτά "Μόνο οι σοφοί μπορούν να καλέσουν τη βροχή". Συνεχίζει να παρακαλά η αράχνη "Ας προασπαθήσουμε!". 

    Προσφέρει την κολοκύθα για τα ψέματα και από μόνη της πήρε φωτιά και κάηκε. Την κολοκύθα για το θάρρος και ο άνεμος την πήρε. Την κολοκύθα για την καλοσύνη, ένα απαλό αεράκι άρχισε να φυσά. Την τελευταία κολοκύθα για τη σοφία και τότε σκάει ένα σύννεφο καταιγίδας. Αρχίζει να βρέχει και να βρέχει! 

    Η χελώνα ρωτά "Πώς έγινε αυτό;". Με απαλή και γλυκιά φωνή, λέει η αράχνη "Μερικές φορές, η πιο μικρή φωνή κουβαλάει τη μεγαλύτερη αλήθεια. Η καλοσύνη και η σοφία  ανοίγουν ακόμη και τον ουρανό."

    Έβρεχε και έβρεχε και τώρα ξέρουν τι να κάνουν αν θελήσουν να ξανακαλέσουν τη βροχή.   

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

 

Colomba 

    Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που τρόμαζε τους ανθρώπους. Σε όποια πόλη εισέβαλε με τα στρατεύματά του, σκότωνε και κατέστρεφε ό,τι συναντούσε. Τίποτα δεν τον σταματούσε. Πλησιάζει Πάσχα και παραδίδει μία ολόκληρη πολιτεία στις φλόγες. Οι ευγενείς της πόλης είναι αναγκασμένοι να του παραδώσουν πολύτιμα πετράδια,  χρυσάφι και δώδεκα νεαρές παρθένες. Βαριεστημένα, δεχόταν ο νικητής τα δώρα του, χασμουριόταν κιόλας καθώς ήταν και πολλά. 

    Ένα δώρο τον έκανε να γουρλώσει τα μάτια του και να αναρωτιέται, όταν είδε τον αρχιμάγειρα της αυλής να κουβαλά έναν δίσκο και μέσα κάτι πρωτόγνωρο: ένα ψωμί διακοσμημένο με ζαχαροκέντημα, σε σχήμα περιστεριού. Δεν έμεινε για πολλή ώρα να το κοιτάζει, αρπάζει ένα κομμάτι, αμέσως το καταβροχθίζει.  "Πόσο γλυκό, πόσο απαλό, πόσο μυρωδάτο αυτό το περιστέρι. Από σήμερα θα σέβομαι τα περιστέρια", είπε με μία φωνή τόσο γαλήνια τόσο ήρεμη που κανείς ποτέ δεν είχε ξανακούσει.   

    Μετά από λίγο που είχε φάει όλο το "περιστέρι" με μεγάλο σεβασμό, ρωτά το πρώτο κορίτσι πώς το λένε και αυτό απαντά "Περιστέρι!" Ρώτησε ένα προς ένα τα κορίτσια και όλα απάντησαν "Το όνομα μου είναι Περιστέρι!". Ο τρομακτικός βασιλιάς κράτησε τον λόγο του ότι θα σεβόταν τα περιστέρια και τα άφησε όλα να φύγουν.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

 Η Ύαινα που ήθελε μονίμως να γελάει

    Σε λιβάδια καταπράσινα που ποιος δεν θα ήθελε να ζούσε, σπάνια σχεδόν ποτέ δεν ακουγόταν το γέλιο. Ακόμη και αν κάποιο πλάσμα ένιωθε χαρά, δεν προλάβαινε να γελάσει. Όλα άλλαζαν πολύ γρήγορα. 

    Κάπως με γέλιο θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έμοιαζε ο ήχος που έκανε η ύαινα. Ακουγόταν πολύ δυνατά και όποιος το άκουγε ανατρίχιαζε. Όταν το άκουγαν τα πουλιά, πετούσαν ψηλότερα. Τα λιοντάρια ανασήκωναν το ένα φρύδι. Οι πίθηκοι κρύβονταν. Την ύαινα δεν την ένοιαζε. Αυτόν τον ήχο που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι έμοιαζε με γέλιο τον έκανε για να δείχνει δυνατή. Ότι κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να την πειράξει. 

    Κάποια στιγμή άρχισε να βρέχει όλο και λιγότερο. Τα φυτά και τα δέντρα ένιωθαν να τους λείπει το νερό. Τότε ήρθε σε αυτό το μέρος ένας διαβατάρης. Αυτός φορούσε έναν μανδύα γεμάτο αστέρια, κρατούσε ένα τύμπανο που αντηχούσε χωρίς να το χτυπούν χέρια. Λέγανε ότι ήταν Παραμυθάς. Ένα βράδυ, τα πλάσματα του λιβαδιού έρχονται γύρω του κάτω από ένα πολύ ψηλό μπαομπάμπ. 

    Αυτός τους λέει "Φέρνω μια ιστορία που μόνο οι γενναίοι μπορούν να ακούσουν. Η ιστορία είναι η Γελαστή Κατάρα της Κρυμμένης Σπηλιάς". Η ύαινα σφίχτηκε και είπε "Μια γελαστή κατάρα; Τι είδους κατάρα σε κάνει να γελάς;". Αρχίζει να λέει αυτός "Σε μια σπηλιά πέρα ​​από το μαύρο ποτάμι βρίσκεται ένα μαγεμένο μαργαριτάρι. Λένε ότι αν το κρατήσεις, θα γελάς για πάντα. Αλλά πρόσεχε - αν γελάς μόνιμα χωρίς λόγο τρελαίνεσαι.".

    Τα ζώα τρέμουν και η ύαινα χαμογελά "Μακάρι τότε θα γελούσα συνέχεια!". Όταν άκουσε από τον Παραμυθά "Μπορώ να σου πω πού είναι" τίποτα δεν την κρατούσε, αμέσως έφυγε για να το βρει. Τίποτα δεν την σταματούσε. Έτρεχε μέσα σε αγκάθια  και ποτάμια. Βρήκε τη σπηλιά. και μέσα, πάνω σε μια λεία πέτρα, το μαργαριτάρι. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένη, μονολογούσε "Βρήκα το φεγγάρι κλεισμένο σε ένα μπουκάλι, τόσο φωτεινό είναι αυτό το μαργαριτάρι." Το άγγιζε και γελούσε, γελούσε και πάλι γελούσε. Κάποια στιγμή σταμάτησε να γελά, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. 

    Γύρισε στο λιβάδι, αλλά ο ήχος που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι γέλιο δεν ακουγόταν. Όποιο τυχόν πλάσμα την έβλεπε την ρωτούσε "Βρήκες το μαργαριτάρι;". Σαν κάτι μέσα της να είχε σπάει, με ραγισμένη τη φωνή έλεγε "Ναι το βρήκα". Με πιο γουρλωμένα μάτια την κοιτούσαν και την ρωτούσαν "Μα δεν γελάς πια, γιατί;". Σαν μιλούσε στον εαυτό της έλεγε "Η ευτυχία δεν φέρνει πάντα γέλια". 


Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

 Guri & Gura 

    Μια μέρα, δύο ποντίκια που ζούσαν σε χωράφια σκέφτηκαν 

να πάνε μία εκδρομή. Του καθενός το ένα χέρι ακουμπούσε σε 

ένα μεγάλο καλάθι. "Όλο και κάτι θα βρούμε, θα το πάρουμε 

και θα το μαγειρέψουμε" έλεγε το ένα στο άλλο: 

"Βελανίδια με σιρόπι"

"Κάστανα που θα ζουλήξουμε και θα γίνουν κρέμα!"

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

    Εκεί που μάζευαν καρπούς να και μπροστά τους βλέπουν ένα 

γιγάντιο... ΑΥΓΟ". Με μία φωνή φώναξαν "Αυτό είναι τόσο 

μεγάλο σαν το φεγγάρι". Συνέχισαν να μονολογούν:

"Μαλακό παντεσπάνι"

"Μυρωδάτο σουφλέ"

Με μία φωνή "Θα τρώμε και θα τρώμε και πάλι θα μας 

περισσεύει!"

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

    Μετά από λίγο, προσπάθησαν να το βάλουν μέσα στο μεγάλο 

τους καλάθι και δεν χωρούσε. "Πώς θα το κουβαλήσουμε;"

"Δύσκολο να το σηκώσουμε στα χέρια μας, γλιστρά. Αν το 

γυροβολούμε, είναι τόσο λεπτό που και ένα πετραδάκι θα το 

τρυπήσει"

    Για πολλή ώρα, με τα χέρια σταυρωτά, το κοιτούσαν και 

σκέφτονταν μέχρι που ο Γκούρι είπε "Δεν μπορούμε να το πάρουμε, ας 

το μαγειρέψουμε εδώ". Δεν είχαν ούτε τα υλικά ούτε τα σύνεργα. Έτσι 

έτρεξαν πίσω  στο σπιτικό τους και έβαλαν στα σακίδιά τους: ένα 

σακούλι αλεύρι, ένα μπολάκι βούτυρο, ένα μπουκάλι γάλα, ένα σακούλι 

ζάχαρη. Έβαλαν τα σακίδια στις πλάτες τους. Πήραν στα χέρια 

τους το μεγαλύτερο τηγάνι που είχαν. Τηγάνι, μέσα του 

ανάποδα το καπάκι,  πάνω στο καπάκι το μπολ μέσα στο οποίο 

θα έβαζαν όλα τα υλικά και θα τα έκαναν ζύμη. Μέσα  στο μπολ δεν

ξέχασαν να βάλουν και δύο χτυπητήρια. Στις τσέπες τους έβαλαν και 

μερικά σπίρτα. 

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

    Γύρισαν πίσω στο αυγό. Ο Γκούρι λέει "Τώρα με μία γροθιά μου 

θα το σπάσω!". Το αυγό δεν έσπασε. Το χέρι του πονούσε τόσο

πολύ και βογκούσε "Αυτό δεν είναι αυγό, είναι βράχος!".

"Ωραία", λέει ο Γκούρα, "θα το χτυπήσουμε με έναν βράχο!". 

Με έναν βράχο σπάνε το αυγό, το βάζουμε μέσα στο μπολ, 

προσθέτουν λίγη ζάχαρη, με το ένα χτυπητήρι ανακατεύουν. 

Προσθέτουν το γάλα και το αλεύρι. Ο Γκούρι ανακατεύει, ο 

Γκούρα μαζεύει πέτρες για να φτιάξει στήριγμα για το ταψί. 

Ανάμεσα στις δύο σειρές πέτρες βάζει κλαδιά. Με ένα σπίρτο 

ανάβει φωτιά. Βάζουν πάνω το τηγάνι. Μέσα στο τηγάνι βούτυρο 

να κάψει. Μετά το μείγμα και αμέσως από πάνω το καπάκι. 

"Μας αρέσει να μαγειρεύουμε και να τρώμε!"

Καθώς ψηνόταν, η μυρωδιά του τραβά όλα τα ζωντανά του 

δάσους. Με μία φωνή λένε ο Γκούρι και ο Γκούρα  

"Είμαστε μεγάλοι ζαχαροπλάστες και καθόλου μα καθόλου τσιγκούνηδες. 

Όλοι θα έχετε το κερασματάκι σας! Περιμένετε και θα δείτε!"

Μύριζαν και άκουγαν το γλυκό να ψήνετε. Έπειτα ανασήκωσαν το καπάκι. 

Πήρε το κάθε πλάσμα από ένα μεγάλο κομμάτι και έλεγαν "Το πιο 

νόστιμο που έχουμε φάει, γεια στα χέρια σας, Γκούρι και Γκούρα!".

Μέσα σε λίγη ώρα, γύρω τους υπήρχε ένα άδειο τηγάνι και ένα γιγάντιο 

τσόφλι να τους θυμίζει το γεύμα που μοιράστηκαν με τόση χαρά. 


https://www.youtube.com/watch?v=frTsHz5YJ8Y



Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

ΟΤΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΒΓΑΖΟΥΝ ΡΙΖΕΣ 

    Κάποτε, σε έναν τόπο όχι και τόσο μακρινό, γεννιέται  

ένα αγόρι τόσο λαμπερό, όπως ο Ήλιος. Τα μάτια του σπίθιζαν, το 

κλάμα του τραγούδι. Κατιτίς ψηλαφούσε η μάνα του και δάκρυα 

έτρεχαν από τα μάτια της. Μεγάλωνε το αγόρι, μάκραιναν τα 

μαλλιά του. Από τα μικρά του χρόνια, του έλεγε η μάνα του "Να 

φοράς, παιδί μου, την κορώνα. Πόσο σου πάει!". Βλέπεις ήταν 

βασιλόπουλο! Η μάνα του η βασίλισσα φωνάζει έναν κουρέα, του 

λέει "Εσύ θα κουρεύεις τον γιο μου και μόνο εσύ. Μεγάλη η τιμή 

για σένα. Μη τυχόν και το πεις σε κανέναν. Μη τυχόν". 

    Μεγάλωνε το αγόρι, φορούσε συνέχεια την κορώνα, συχνά 

μέχρι και στον ύπνο του. Φώναζε συχνά τον κουρέα και του 

έλεγε "Μην τυχόν και το πεις σε κανέναν.". Εμ, μα κόντευε να 

σκάσει ο κουρέας να μη μπορεί να το πει σε κανέναν. Δεν 

αντέχει, πάει σε ένα πηγάδι  βαθύ, γεμάτο με νερό, και 

φωνάζει "Ο βασιλιάς έχει ένα κερατάκι, ο  βασιλιάς έχει ένα 

κερατάκι". Αλάφρωσε πια ο κουρέας.

    Ήρθαν μέρες που οι άνθρωποι δεν άκουγαν, δεν μύριζαν, δεν 

έβλεπαν να βρέχει, όσο κι αν προσεύχονταν. Όλα ξεραίνονταν μέχρι και 

το πηγάδι. Δεν είχε μείνει μέσα του ούτε σταγόνα! Εκεί φύτρωσε μία 

καλαμιά που όλο και μεγάλωνε. 

    Περνά ένας βοσκός, βλέπει την καλαμιά και σκέφτεται "Αυτό είναι 

το ξύλο που ψάχνω για να φτιάξω τη φλογέρα". Έτσι και κάνει. Ώρες 

ώρες, η φλογέρα λέει τα δικά της τραγούδια που κανείς δεν 

καταλαβαίνει "Ο βασιλιάς έχει ένα κερατάκι, ο βασιλιάς έχει ένα 

κερατάκι". Από στόμα σε αυτί και από αυτί σε στόμα, έγινε μεγάλο 

σουξέ αυτό το τραγουδάκι "Ο βασιλιάς έχει ένα κερατάκι, ο 

βασιλιάς έχει ένα κερατάκι". Έφτασε το τραγούδι και στο αυτί του 

βασιλιά. Βγάζει την κορώνα και αγγίζει το κεφάλι του από εδώ, το 

αγγίζει από εκεί. Κατιτίς έπιασε και τότε κατάλαβε τι έλεγε στον 

κουρέα "Μη τυχόν και το πεις σε κανέναν!". 

    Φωνάζει τον κουρέα και τον ρωτά "Σε ποιον το είπες;". "Σε 

κανέναν , πολυχρονεμένε μου." "Σε κανέναν;". "Μόνο μία φορά σε 

εκείνο το βαθύ πηγάδι που πια δεν έχει σταγόνα. Εκεί που φύτρωσε μία

καλαμιά". Το φέρνει έτσι η τύχη και μαθαίνει ποιος έχει εκείνη την 

φλογέρα. Στέλνει και του τον φέρνουν στο παλάτι. "Πού βρήκες το ξύλο 

για να φτιάξεις τη φλογέρα σου;" ρωτά τον βοσκό και εκείνος του λέει 

για το πηγάδι μέσα στο οποίο φύτρωνε η καλαμιά "Λιμπίστηκα το ξύλο 

της, το έκοψα και έφτιαξα αυτή τη φλογέρα. Ώρες ώρες την πιάνω να 

τραγουδά τα δικά της "Ο βασιλιάς έχει ένα κερατάκι, ο 

βασιλιάς έχει ένα κερατάκι". Δεν καταλαβαίνω τι λέει, για ποιον 

βασιλιά και ποιο κερατάκι!"

    Κανείς  ποτέ δεν έμαθε για ποιον βασιλιά και ποιο κερατάκι

λέγανε αυτά τα τραγούδια. Κι εζήσανε μια χαρά και πέντε γέλια. 

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025

 

Ας νιώσεις ότι τα φτερά σου μάτωσαν


[Έγινες πιο εύπλαστος μέσα από την αγάπη]


Ας γελάσεις με όλο σου το γέλιο


Ας κλάψεις με όλο σου το σώμα


Σπάσε τον φλοιό σου και γίνε Φλόγα!

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

 

    


ΕΚΕΙ που το φως σβήνει, όπως εγώ στην αγκαλιά σου

ΕΚΕΙ που ροδίζει όπως τα μάγουλά μου, όταν μας κοιτούν 

ΕΚΕΙ που μέσα στο γκρίζο ανοίγει το γαλάζιο, όπως το βλέμμα

μου, όταν σε αντικρίζει 

ΕΚΕΙ τις στιγμές μας, σαν βουβή ταινία, αγναντεύουμε   

ΕΚΕΙ που με ένα βλέμμα με ορίζεις 

ΕΚΕΙ θα καταλάβεις 

ΕΚΕΙ στην χώρα του Ποτέ! 


Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025


 

Αλλάζουν οι εποχές, αλλάζουν και οι άνθρωποι. 

Πώς βρέθηκα να έχω σχέση με εταιρία διανομής; 

Να νομίζει ότι μπορεί να με κατηγορήσει για ghosting;

Ghosting η αχίλλειος πτέρνα της ευαισθησίας μου! 

Ποτέ των ποτών! 

Να με οδηγεί στο να δίνω εξηγήσεις; 

Έφαγα τα αγαπημένα μου φαγητά, βυθίστηκα σε τόσες απολαύσεις.

Και μετά εξαφανίστηκα; 

Να απαντώ και γιατί εξαφανίστηκα; 

Μήπως προτιμώ το σπιτικό φαγητό; 

Να νιώθω ότι μετά από τις αμαρτίες γύρισα στην κουζίνα 

του χειροποίητου

Να σκέφτηκα να φύγω από την περιπετειώδη γευσιγνωσία που με 

πήγαινε στα κόκκινα;

Όχι να εξηγήσω την επιλογή μου!

Ποια νομίζω ότι είμαι και μπορώ να επιλέγω; 




Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

 


Αν η πλοκή άλλαζε

αν το μυρμήγκι πρόσφερε 

αν ο τζίτζικας δεχόταν 

έναν σπόρο

Αν έναν σπόρο την ημέρα,

θα ακούγαμε το τραγούδι 

του τζίτζικα, τον χειμώνα; 


Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025


Art by Lucy Campbell


Ας κλείσω τα μάτια

Ας γίνω ένα με τη Γη 

Ας γίνω Ένα με τον Ουρανό 

Ένα με το Φεγγάρι 

Αρκεί ένα σοφό πλάσμα να έχω αγκαλιά 

Οι πεταλούδες γύρω μας να μας θυμίζουν

Αναπόδραστος ο κύκλος των μεταμορφώσεων 

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

 Γιατί οι νυχτερίδες κρέμονται ανάποδα; 

    Στα πρώτα χρόνια συγκρότησης του κόσμου, τόσο παλιά, ο 

Δημιουργός είπε σε όλα τα πλάσματα "Αμέτε να ανακαλύψετε 

έναν τόπο που θα το νιώσετε σπιτικό σας! Τόσα όμορφα μέρη 

υπάρχουν!" Δεν έψαξαν πολύ, εύκολα ανακάλυψαν το σπιτικό 

τους. Αμέσως οργάνωσαν γιορτή. Νύχτα σε ξέφωτο!

    Μαθαίνουν οι νυχτερίδες για τη γιορτή. Ενθουσιάζονται, 

βουρτσίζουν τη γούνα τους, γυαλίζουν τα φτερά τους. 

Πηγαίνουν και κάθονται στα κλαδιά ενός δέντρου, εκεί στο 

ξέφωτο. Βλέπουν τα άλλα πλάσματα να παίζουν μουσικά όργανα, 

να χορεύουν, να τραγουδούν, να τρώνε και να πίνουν. Βλέπουν 

μία ζέβρα, την καλησπερίζουν και της λένε "Όμορφη η γιορτή 

μας!". Της λέει η ζέβρα "Δεν είναι για σας! Εσείς δεν είστε 

σαν και μας, δεν είστε ζώα!".   Οι νυχτερίδες της δείχνουν 

τη γούνα και τα δόντια τους και της λένε "Ορίστε και εμείς 

είμαστε όπως εσείς."

    "Δεν είστε όπως εμείς, δεν είστε ζώα! Φύγετε προτού σας 

στουμπήξουμε και σας εξαφανίσουμε", φωνάζει η ζέβρα. Οι  

νυχτερίδες κλαίνε και κλαίνε. Τα δάκρυα τους ποτάμια έρρεαν 

στη γούνα τους. Έφταναν μέχρι κάτω στα πόδια τους και αυτές 

γλιστρούσαν. Τι να έκαναν; Κρεμάστηκαν ανάποδα από τα 

κλαδιά, να τρέχουν τα δάκρυα τους κατευθείαν στο χώμα. 

Καταδικασμένες να είναι μόνες, μακριά από τα άλλα ζώα, να 

βγαίνουν μόνο τη νύχτα και να κρέμονται ανάποδα.