Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

 

Remedios Varo- Papilla Estelar (1958)


ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ 

Κι αν σωλήνας-χωνί ρουφούσε το φεγγάρι, 

το κατέβαζε σε μία μηχανή για φρέσκα μακαρόνια, 

με δυο τρεις γύρους στο χερούλι της, το φεγγάρι 

γινόταν χρώμα για να ζωγραφίσω ένα μισοφέγγαρο; 

Αν αυτό ήθελε, καθώς το ζωγραφίζω, να δραπετεύσει,

να γυρίσει στα λημέρια του, σε ένα κλουβί το έβαζα;



Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 

     "Για να δούμε αν έχουμε όλοι φτάσει", φώναζε η καλή 

μητερούλα Γκρίλα  

- Κλέψαρε
Ένα δαχτυλίδι μετακινήθηκε 

-Κατσαρολικέ
Μια κοτσαρόλα την εξώπορτα πέρασε 

-Κουταλογλύφτη
Μια κουτάλα έπεσε 

- Ψωμογλύφτη
Ένα παξιμάδι γρατζανίστηκε  

- Γιαούρταρε
Η τσίπα του γιαουρτιού γλύφτηκε 

- Γάντζαρε
Ένα χοιρομέρι αρπάχτηκε 

-Λουκανίκαρε
Ένα λουκάνικο τεμαχίστηκε 

- Κλεφτοκέρι 
Και ένα κερί έσβησε

- Βυζανιάρη
Ένα πρόβατο βέλασε 

- Σκυλοτροφολάγνε
Ο σκύλος αλύχτησε  

- Αγελαδογαλαντόμε 
Αγελαδοβέλασμα ακούστηκε 

-Αποφαγολάτρη
Ούτε ψίχουλο δεν έμεινε 

Ζητωκραύγαζε η μάνα νιώθοντας ότι κάθε κόπος της να τα 

αναθρέψει δεν είχε πάει χαμένος! 

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

 Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ 

    Μία νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι που έδινε αποχρώσεις 

ασημένιες σε βουνά και πεδιάδες, ένας γεροντάκος αποφάσισε 

να πάει να κόψει λίγα ξύλα ακόμη για την παρασιά. Να  

ζεστάνει και τη γριούλα του! Παραμονή Χριστουγέννων. Από 

μικρό παιδί άκουγε για κάτι περίεργα κακομούτσουνα πλασμάτια 

που έβγαιναν από τα έγκατα της γης. Συλλογίστηκε "Σε μένα τι 

κακό να κάνουν; Γέρος είμαι, τι θα μου ζηλέψουν τα πόδια μου 

που τα σέρνω βήμα βήμα, τα δόντια που δεν έχω, ή την 

καμπούρα μου τη μονάκριβή; Δεν έχω τίποτα να φοβάμαι!". 

    Έκοψε κάποια ξύλα, πρόσεχε πάντα τι έκοβε. Όχι από 

δέντρα καρπερά, όχι κλαδιά γεμάτα φυλλωσιές. Αποκοιμιέται 

εκεί στο δάσος. Κάτι τον ξυπνά. Μεταξύ ύπνου και ξύπνου σαν 

να άκουσε μία φωνή "Ξύπνα, καμπούρη, άντε να χορέψεις μαζί 

μας!". Κάποιες περίεργες ασημόμαυρες φιγούρες να σου μπροστά

του! "Θα μας τραγουδήσεις, γέροντα ό,τι σου ζητήσουμε;" "Με

χαρά, παιδιά!". "Ένα τραγούδι για τα χρόνια, τις εποχές, 

τους μήνες, τις εβδομάδες, τις ημέρες, τις ώρες. Αυτό 

θέλουμε  

    Συλλογιόταν "Ωραία τα παιδιά, ζητάν να ακούσουν κάτι 

που έχει να κάνει με τον χρόνο. Ό,τι κατεβάζει ο νους μου, 

θα λέω.  Έχουμε όλη τη νύχτα". 

    Ξεκινά "Ο χρόνος τρέχει με βήματα γοργά, έχουμε κι εμείς 

για κάθε εποχή βήματα χορευτά". Αυτοί άρχισαν τα χοχο και τα 

βήματα τα χορευτά. "Οι μήνες γεμάτες με γιορτές, χρώμα 

αλλάζουν.  Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, μετά το τέλειο 

αστέρι τα μάτια αντικρίζουν." Να χορεύουν και όλοι τους να 

κοιτούν το ολόγιομο φεγγάρι. Ένας του λέει "Γέρο, είσαι 

μεγάλος!" Συνεχίζει ο γέροντας "Στο καρναβάλι της ζωής, 

κάθε καρδιοχτύπι μας να τιμούμε, να χορεύουμε και να 

γελούμε". 

    Δεν θυμόταν και πολλά, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του. 

Έβαλε  τα δυνατά του να φτάσει γοργά στο σπιτικό του "Θα 

ανησυχεί η γριούλα μου! Θα έχει σβήσει και η φωτιά, θα 

κρυώνει!". Πήγε ξάπλωσε δίπλα της, την αγκάλιασε. Με τη 

πρώτη ρόδινη ακτίνα στο παραθύρι, σηκώθηκαν. Η γριά με 

γουρλωτά τα μάτια, τον ρωτά "Πού ήσουν χθες; Να ξαναπάς

να πάρεις την καμπούρα, γιατί την ξέχασες εκεί." Ξεσπούν σε 

γέλια τόσο δυνατά, με την καρδιά και το βρακί τους μούσκεμα.    






Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙΟΥ 

    Έτοιμοι να αρχίσουν την πρώτη παρτίδα σκάκι. Αντίπαλοι 

ένας βετεράνος πολεμιστής που βαρέθηκε να σκοτώνει για το 

τίποτα και ένας ερημίτης οι λίγοι που τον είχαν συναντήσει 

τον έλεγαν σοφό. Περίεργη συνάντηση! Ο πρώτος αναζητούσε να 

μάθει την τέχνη της ειρήνης και ο δρόμος τον οδήγησε προς 

την ερημική καλύβα

    Μετά από δώδεκα κινήσεις, ο πολεμιστής νιώθει το μέτωπο 

και τα χέρια του να ιδρώνουν, τους κροτάφους του να τον 

σφίγγουν. Ακούει την καρδιά του να πάλλεται σε σημείο που 

του θύμισε το ταμπούρλο της μάχης. Τι τον κάνει να νιώθει 

έτσι; Κινδυνεύει ο βασιλιάς του! Όχι δεν πρέπει να τον 

χάσει!  Παρατηρεί την καρδιά, τους κροτάφους, τα χέρια, το 

μέτωπό του. Σκέφτεται "Ζορίζομαι, αλλά θα παραμείνω ήρεμος. 

Αλλιώς θα χάσω σίγουρα". 

     Ο ερημίτης ατάραχος,  ο πολεμιστής ήρεμος. 

Λάθος κίνηση από τον ερημίτη; 

Θα κερδίσει λοιπόν την παρτίδα ο αντίπαλος-πολεμιστής;

    Με το που το καταλαβαίνει, αναποδογυρίζει την σκακιέρα 

και αναφωνεί "Δεν με νοιάζει να  κερδίσω. Νίκησα τον φόβο. Ο 

φόβος έφυγε και έτσι μπορούσα να με παρατηρώ και συνάμα να 

είμαι ήρεμος. Αυτή είναι η τέχνη της ειρήνης!"



Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΟΡΤΑ


Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί απ’ έξω εκεί να  είναι αυτός που λαχταράς να δεις. 

 

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί να είναι με ένα χαμόγελο και με γλυκιά ματιά. 

 

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Αν είναι αυτός, δέξου τον όπως είναι. 

 

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Κι αν είναι θλιμμένος ή χαρούμενος, συντρόφεψε τον. 

πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

 

Τουλάχιστο θα ανοίξει η πόρτα

θα αλλάξει και η στιγμή! 


Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

 ΄Όταν κρατώ τον στυλό μου, αλλάζουν πολλά. Αν είναι να ξαναγυρίσω στη συντροφιά μου, στο ημερολόγιο μου, που έχουμε συνδεθεί, που είναι κάτι δικό μου, εντελώς δικό μου, που γνωριζόμαστε τόσο βαθιά και με δέχεται- ποτέ δεν έκλεισε απότομα τις σελίδες του- τότε νιώθω σαν είμαι πάνω σε μία σανίδα είτε για παιγνίδι με τον άνεμο, είτε σε ναυάγιο για να ανασυρθώ.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024


ΣΑΝ ΒΑΤΡΑΧΟΣ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ 
    Σε ένα ρηχό πηγάδι, μένει ένας βάτραχος. Μια μέρα έτυχε να συναντήσει μια μεγάλη θαλασσινή χελώνα που ερχόταν από μία μακρινή θάλασσα.
    Ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει με κάποιον. Δεν την χαιρετά, αρχίζει να μιλά "Πόσο χαρούμενος είμαι! Εύκολα πηδώ έξω από το πηγάδι, όποτε  θέλω.  Μέσα στο πηγάδι όλα υπέροχα! Το νερό με καλύπτει! Το κεφάλι μου εύκολα το βγάζω έξω από το νερό. Και όλο αυτό το πηγάδι όλο δικό μου!" Η χελώνα τον κοιτούσε κουνώντας το κεφάλι της. Άκουσε τον βάτραχο και του είπε "Εύκολα μπορείς να μιλήσεις για αυτό το πηγάδι. Εγώ για την απέραντη θάλασσα δεν μπορώ να πω και πολλά ". 
    Ο βάτραχος πλατσούριζε. Άκουσε, δεν άκουσε; 





Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024


 

 Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΟΜΠΑΜΠ

    Ένας λαγός στάθηκε κάτω από ένα μπαομπάμπ. Μέσα στο λιοπύρι, εκεί 

βρήκε την πιο δροσερή σκιά. Ξάπλωσε και απολάμβανε να χαζεύει τα 

κλαδιά και τα φύλλα του. Αρχίζει να του μιλά "Η σκιά σου δροσίζει, 

αλλά τα φρούτα σου  σκέτο νερό θα είναι". Σαν να τον άκουγε το 

μπαομπάμπ και ρίχνει ένα φρούτο του ακριβώς μπροστά από τη μουσούδα 

του λαγού. Ο λαγός το τρώει, το ευχαριστιέται και γλύφει και τα 

δάχτυλά του. Λέει πάλι στο μπαομπάμπ "Γλυκιά γεύση, υπέροχο άρωμα, 

αλλά η καρδιά σου μέσα σε αυτό το θεόρατο κορμό θα είναι σκέτο

ξύλο".   Σαν να τον άκουγε το μπαομπάμπ και ανοίγει τον κορμό 

του. Φανερώνονται κοσμήματα, χρυσά σανδάλια, κεντημένα με 

χρυσοκλωστή ενδύματα. 

    Ο λαγός δέχεται τον θησαυρό που του προσφέρθηκε. Ευχαριστεί 

με όλο του το σώμα και με όλη του την καρδιά το μπαομπάμπ. 

    Τον βλέπει μία ύαινα να κουβαλά όλο αυτόν τον θησαυρό. Τον ρωτά 

και αυτός της είπε το και το. Πηγαίνει και η ύαινα κάτω από τη 

σκιά του μπαομπάμπ, δεν την ευχαριστιέται. Βιάζεται να φάει το 

φρούτο που της προσφέρει και δεν το ευχαριστιέται. Βιάζεται να 

αρπάξει τον θησαυρό. Κλοτσά και γρατζουνά το δέντρο να ανοίξει. 

Τι θα έκανε; Θα άνοιγε; Κλείνει ακόμη περισσότερο τον κορμό του 

και δεν προσφέρει τίποτα στην ύαινα.      


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

 ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΦΑΣΟΛΙ 

    Έχουμε ένα φασόλι. Παίρνουμε ένα γλαστράκι. Το γεμίζουμε με 

χώμα. 

    Στη μέση με το δάκτυλο μας ανοίγουμε ένα βαθούλωμα. Με στοργή 

αποθέτουμε το φασόλι. Το βάζουμε σε χώρο ήρεμο και φωτεινό. 

    Και περιμένουμε και περιμένουμε. Πότε πότε του βάζουμε και τη 

μουσική που υποθέτουμε πως θα του αρέσει. 

    Και τι αυτό το μικρό φασόλι θα φυτρώσει; Πότε θα ξεμυτίσει;

Μόνο, ολομόναχο, μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο καστανόμαυρο χώμα, θα 

βρει τον δρόμο του προς τα πάνω; Ο νόμος της βαρύτητας θα το αφήσει; 

Θα φυτρώσει προς τα πάνω και όχι δεξιά, όχι αριστερά, όχι διαγώνια; 

(Πολλά ερωτήματα για ένα μικρό φασόλι!)

    Ένα τόσο μικρό φασόλι τι θα μπορούσε να πει; Αν κάποιο σκουλήκι 

του πει "Πού πας; Τι νομίζεις ότι θα βρεις; Σκοτάδι παντού. Τίποτα 

άλλο", αυτό πώς θα μπορούσε να προχωρήσει; 

    Θα ανακάλυπτε τη μαγεία μέσα του; Θα θυμόταν ότι έχει ξαναζήσει 

κάτω από τον ήλιο; Θα θυμόταν ότι με το φως γνωρίζονται και να 

προχωρήσει προς τα πάνω;     

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

 Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΘΕΛΗΣΕ Ν' ΑΝΕΒΕΙ ΠΙΟ ΨΗΛΑ (Νιγηρία)



    Κάποτε ο κόσμος ήταν αλλιώτικος. Ο ουρανός ήταν πολύ 

κοντά στη γη. Κοντά στους ανθρώπους. Κοντά στα χέρια των 

ανθρώπων. 

    Λίγο να ανασήκωναν το χεράκι τους, τσουπ έφταναν στον 

ουρανό
    
    Μπορούσαν να κόψουν και ένα κομμάτι του ( ο ουρανός 

είναι απέραντος, δεν θα τελείωνε ποτέ. Μπορούσαν να το 

κόψουν, να το φέρουν στο στόμα τους και να το βάλουν στο 

στόμα τους. Λέγανε μάλιστα ότι είχε γεύσεις και αρώματα που

τους άρεσαν. Λέγανε μάλιστα ότι σε χόρταινε και ένα μικρό 

κομμάτι του να έτρωγες. Τους ξεδιψούσε κιόλας και τους 

δρόσιζε. 

   Έτσι κι έκαναν. Έκοβαν και έτρωγαν. Έκοβαν πολλά 

κομμάτια. Έκοβαν μεγάλα κομμάτια. Έκοβαν, αλλά δεν τα 

έτρωγαν όλα. Γέμιζε το στομάχι τους και ό,τι έμενε το 

πετούσαν. 

    Ο ουρανός έβλεπε τους ανθρώπους να κόβουν, να γεύονται 

και να χορταίνουν. Ευχαριστιόταν που έτρεφε τους ανθρώπους. 

    Ο ουρανός έβλεπε τους ανθρώπους να πετούν ή να σκάβουν 

τρύπες και να βάζουν μέσα ό,τι περίσσευε. Θύμωνε, άναβε από 

το θυμό του, βροντούσε και άστραφτε. Οι αστραπές και οι 

βροντές του σαν να φώναζαν "Άνθρωποι, τι κάνετε;".  

    Για λίγο μετά τις βροντές και τις αστραπές, οι άνθρωποι 

κοιτούσαν με σεβασμό τον ουρανό. Έκοβαν τόσο όσο μπορούσαν 

να φάνε και να χορτάσουν. Τόσο όσο! 

    Οι άνθρωποι δεν δούλευαν, δεν χρειαζόταν. Ο ουρανός τους 

έτρεφε. Χόρευαν και γιόρταζαν. Χόρευαν και γιόρταζαν. Έκοβαν 

κομμάτια από τον ουρανό και θρέφονταν. Πότε πότε ξεχνιόνταν 

και έκοβαν πολλά και μεγάλα κομμάτια. Χόρταιναν και 

ξεδιψούσαν. Τότε τους έπιανε φόβος μη τους δει ο ουρανός να 

πετούν ή να ανοίγουν τρύπες και να τα βάζουν μέσα. Πήγαιναν 

από εδώ, πήγαιναν από εκεί και ρωτούσαν "Μήπως θέλεις λιγάκι 

να φας". Δεν έβρισκαν κανέναν να πεινά ή να διψά. 

    Τότε ο ουρανός τους έβλεπε να πετούν κομμάτια του. Πότε 

πότε βροντούσε και άστραφτε. Πότε πότε ανέβαινε κάπως πιο 

ψηλά. Κάθε φορά και πιο ψηλά. Δεν τον έφταναν όσο κι αν 

τέντωναν τα χέρια τους. Όσο κι αν τεντώνονταν ολόκληροι. 

    Δεν τρέφονταν πια με τα κομμάτια του ουρανού. Τι 

μπορούσαν να κάνουν; Τι τους είχε μείνει; ... Η γη. 

Οι καρποί της δεν έφταναν για όλους. Χρειαζόταν να τη 

σκάβουν, να τη φυτεύουν, να τη ποτίζουν. Να κοπιάζουν οι 

άνθρωποι και να ιδρώνουν. Να αναζητήσουν και να βρουν πηγές 

γλυκού νερού για να ξεδιψάσουν. Όσο ίδρωναν, τόσο σέβονταν τη

γη και τους καρπούς της. Κοπίαζαν, έκοβαν και έτρωγαν τόσο 

όσο χρειάζονταν για να χορτάσουν. Όσο κουβαλούσαν στάμνες 

με νερό, τόσο πρόσεχαν σταγόνα να μη πέσει.  

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Πώς γεννήθηκε το παραμύθι;

    Σε ένα άνοιγμα στο δάσος, σε ένα ξέφωτο, κάθονται γύρω 

από μία φωτιά. Άνθρωποι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Ο Ήλιος 

όλο και χαμηλώνει. Ολοένα κατεβαίνει μέσα στα πυκνά, ψηλά 

δέντρα και χάνεται. Όλο και περισσότερο οι άνθρωποι 

αναρωτιούνται "Θα τον δούμε αύριο; Μήπως όχι; Μήπως απλωθεί το 

σκοτάδι;". 

    Ανάμεσα τους βλέπω μία μάνα κρατά στην αγκαλιά ένα μωρό. 

Το σφίγγει πάνω της. Αυτό κλαίει. Κρυώνουν και οι δύο. 

Ανησυχεί και αυτή "Θα ξαναβγεί ο Ήλιος να μας ζεστάνει;"  

Αρχίζει να το κουνά στην αγκαλιά της και να το νανουρίζει

"Ήλιε μου ήλιε μου

Φώτισε ξανά

Να ζεστάνεις το παιδάκι μου

Να ζεστάνεις την καρδιά μου

Ήλιε μου ήλιε μου

Έλα ξανά

Και διώξε το σκοτάδι

Ήλιε μου ήλιε μου

Μη φεύγεις μακριά

Με την φωτιά σου δώσε

Ζεστασιά ξανά..."

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

 

   "Πόσο με θέλατε κοντά σας!"

    Μία ωραία πρωία, δέκα βατράχια (περίπου τόσα θα ήταν)

 αφήνουν το έλος που το είχαν για σπιτικό τους, καιρό τώρα.

Τι τα έκανε να μετακινηθούν δεν το μάθαμε ποτέ. Προχωρούν 

και προχωρούν. Κανένα από τα δέκα δεν πρόσεξε ότι μπροστά 

τους, κάτω από έναν θάμνο βρισκόταν μία τρύπα στενή και 

βαθιά. Δύο από αυτά έπεσαν. Τα άλλα βλέπουν ότι η τρύπα 

είναι βαθιά, δύσκολο για ένα βατράχι να ξαναβγεί. 

Κλαψουρίζουν "Καημένα μας βατράχια εκεί θα μείνετε. Σας 

χάσαμε. Δεν θα σας ξαναδούμε. Καημένα μας βατράχια, να 

ξέρετε ότι δεν θα σας ξεχάσουμε. Καημένα μας βατράχια.... ". 

Το ένα νιώθει ότι πια δεν μπορεί να αναπνεύσει. Πέφτει 

λιπόθυμο. Το άλλο πηδά και αναπηδά, σκαρφαλώνει και αναπηδά. 

Και να το έξω από την τρύπα. Τα άλλα βατράχια συνεχίζουν να 

κλαίνε και να θρηνούν. Δεν βλέπουν καν μπροστά τους μέχρι 

που ακούν "Ευχαριστώ, φίλοι μου, πόσο με βοηθήσατε". Μένουν 

με το στόμα ανοικτό. Βλέπουν το βατράχι, το χαμένο βατράχι, 

κοντά τους. Το ρωτούν "Ανέβηκες; Βγήκες από μία τρύπα τόσο 

βαθιά;" "Δεν σας άκουγα, δεν μπορώ να ακούω. Αλλά σας 

έβλεπα, πόσο με θέλατε κοντά σας. Και να είμαι εδώ!  

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

    






    Τόσες ιστορίες ακούστηκαν και έρχεται η σειρά του να πει. Τότε βγαίνει έξω από τον καφενέ. Μέσα στην νύχτα, στο πυκνό σκοτάδι.  Να μπροστά του, στην όχθη της λίμνης,   μια βάρκα. Μπαίνει στη βάρκα, κάθεται, τραβά κουπί. Μέχρι να φτάσει στην αντίπερα όχθη, είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα. Αυτή η νεαρά πια γυναίκα γνωρίζει έναν νεαρό άνδρα. Παντρεύονται και κάνουν πέντε παιδιά. Σπιτικό γεμάτο αγάπη! 

    Ώσπου, ένα βράδυ, βγαίνει η γυναίκα και πηγαίνει προς την όχθη της λίμνης. Μπροστά μια βάρκα που κάτι της θύμιζε.  Μπαίνει, κάθεται, τραβά κουπί.  Μέχρι να φτάσει στην αντίπερα όχθη, είχε μεταμορφωθεί σε άνδρα. 

    Ο άνδρας, στο καφενέ, τους λέει για τη ζωή του ως γυναίκα και τη βάρκα. Όταν ακούει να του λένε «Αυτή είναι η καλύτερη ιστορία που έχουμε ακούσει όλη τη νύχτα.» φωνάζει «Μα είναι αλήθεια!», φωνάζει ο Τζίμι, «Συνέβη πραγματικά!». Του λένε  «Πριν από πέντε λεπτά άρχισες να λες την ιστορία αυτή.  Όπου κι αν καταλήξεις αύριο το βράδυ, αν κάποιος σου ζητήσει να πεις μια ιστορία, θα έχεις σίγουρα μια ιστορία να πεις.»


Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

 Ο ΣΠΟΡΟΣ

    Κάποτε όταν ζούσα στην καρδιά μιας φραγκοσυκιάς , άκουσα ένα μικρό σκληρό σπόρο να της λέει «Κάποια μέρα, παπουτσοσυκιά, θα γίνω ένα δέντρο πιο ψηλό και πιο περήφανο από σένα! Ο ήλιος θα φεγγοβολά στα φυλλοκλάδια μου!» Ένας άλλος σπόρος λέει «Κάποτε τα ίδια έλεγα κι εγώ στη συκιά μας, αλλά βλέπεις ότι ακόμη δεν...» Και ακούγεται από έναν τρίτο σπόρο «Κάθε νιος όνειρα μεγάλα κάνει, μα σαν γεράσει μυαλό βάζει». Και να ο τέταρτος «Χρειάζονται και τα όνειρα!» Ο πέμπτος «Ας νομίζουμε ότι είμαστε ό,τι θέλουμε!» Ο έκτος τον ρωτά «Και ό,τι νομίζουμε θα είμαστε;». Και τι δεν θα μιλούσε ο έβδομος «Ο καθένας μας ξέρει ποιος είναι και ας μην έχει τις λέξεις να το πει.; Ήταν να μην αρχίσει η κουβέντα και σταματημό δεν είχε. Ο ένας μιλούσε μετά τον άλλον, δεν είμαι σίγουρος ότι είχαν ακούσει τι είχε πει ο προηγούμενος. Πόσες φωνές, μα πόσες, μα όσες, όλες μόνες τους μιλούσαν. Δεν γινόταν αλλιώς, μετακόμισα σε μία αγριοσυκιά. Θα λουλουδιάσω, μακριά από πολυλογάδες!

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024


ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ 

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ γέρνει

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ γέρνει, μαζεύεται 

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ γέρνει, μαζεύεται, αισθάνεται

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ γέρνει, μαζεύεται, αισθάνεται, φωνάζει 

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ γέρνει, μαζεύεται, αισθάνεται

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ γέρνει, μαζεύεται 

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ γέρνει

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ 

ΜΗ 


Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

 Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ 

    Κάποτε, δεν έχει περάσει και πολύ καιρός, ένας κορμός δέντρου 

έστεκε εκεί, ξεσπά καταιγίδα, αστραπές. Κι ένας κεραυνός χτυπά το

δέντρο, αμέσως λαμπαδιάζει όλο το δάσος. Ένας μικρός παπαγάλος

τρόμαξε, δάκρυσε. Αναρωτήθηκε "τι να κάνω;" και αμέσως σκέφτεται το 

ποτάμι. Ανοίγει τα φτερά του και πετά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε, πάνω 

από την καπνιά. Φτάνει στο ποτάμι. Γεμίζει το ράμφος του με νερό,

γυρνούσε  και το έριχνε στο φλεγόμενο δάσος. Ακόμη και όταν η φωτιά 

τσουρούφλιζε  τα φτερά και τα πόδια του, συνέχιζε. Όσο και αν τον 

έπνιγε η κάπνα, όσο κι αν τα μάτια του πονούσαν, συνέχιζε. Από το 

δάσος, στο ποτάμι, πίσω στο δάσος. 

    Τα πνεύματα του ουρανού τον βλέπουν από ψηλά, αναρωτιούνται τι 

κάνει και λένε "Καλά πώς νομίζει ένα μικρό πουλί να σβήσει τόσο 

θεόρατη φωτιά!". Ένα πνεύμα συγκινείται, μεταμορφώνεται σε χρυσαετό. 

Πλησιάζει τον μικρό παπαγάλο και του λέει "Φύγε, πέτα και φύγε. Σώσε 

τον εαυτό σου". "Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, όπως μπορώ", του λέει ο 

παπαγάλος και ο χρυσαετός δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο.

    Βλέπει τον παπαγάλο ένας κορμοράνος και σκέφτεται "Κάτι πρέπει να

κάνω κι εγώ".  Βουτά τα φτερά του στο ποτάμι και πετά για να τινάξει

το νερό στις φλόγες. Ο χρυσαετός είπε στον  κορμοράνο "Καλά πώς 

νομίζεις ένα τόσο δα μικρό πουλί να σβήσεις τόσο θεόρατη 

φωτιά!". "Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, όπως μπορώ", του λέει ο

κορμοράνος και ο χρυσαετός δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο.

    Ένας πίθηκος είδε τι έκαναν ο παπαγάλος και ο κορμοράνος, του 

άρεσε και λέει "Θα το κάνω κι εγώ". Πηγαίνει στο ποτάμι, γεμίζει τα 

χέρια του και το πετά στη φωτιά.  Ο χρυσαετός είπε τα ίδια και στον

πίθηκο "Καλά πώς νομίζεις ένα τόσο δα μικρό πλάσμα να σβήσεις 

τόσο θεόρατη  φωτιά!". "Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, όπως μπορώ", του 

λέει ο  πίθηκος και ο χρυσαετός δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο.

    Όλο και περισσότερα πλάσματα, το ένα έβλεπε το άλλο, και έκανε 

ό,τι και όπως μπορούσε. Μέχρι και ένας ελέφαντας γέμιζε την 

προβοσκίδα του και έριχνε νερό στο φλεγόμενο δάσος. Στον ελέφαντα 

δεν είπε τίποτα ο χρυσαετός. 

    Συγκινείται από την πάλη των πλασμάτων, κλαίει, γίνεται 

σύννεφο.   Ξεσπά βροχή και η φωτιά σβήνει! Όλο το δάσος μαύρο από τη 

φωτιά. Αλλά όπου πέφτει μια σταγόνα, να και ένα πράσινο μπουμπούκι! 

Σιγά σιγά το δάσος  αρχίζει να πρασινίζει!

     

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024


 

Περπατώ και ζαλίζομαι: 

ο δρόμος είναι φλογερός

με πολλά κέρινα πόδια

που αναβοσβήνουν απάνω του. 

Σβήνει, αναβοσβήνει με τα σώματά τους υγρά 

απάνω του κι άξαφνα,

όταν στραγγίζει τον ιδρώτα τους,

με πιάνει μια ανησυχία καλπάζουσα

για την ύπαρξη του ανθρώπου. 

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

 



Τι είπε ο Ήλιος; 

Κάθισα παρατηρώντας τον ορίζοντα. 

Τάχα θα ανατείλει ο Ήλιος και ο μεγάλος και ο κατ' εικόνα;

Στο μέτωπο αχτίδα μελαγχολίας το φεγγάρι 

και στο σώμα, ακόμα, 

η φλόγα του ήλιου που βασιλεύει

Πότε θα βγει στο βουνό ο παιγνιδιάτορας

βαπόρι τρελοβάπορο

την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

Με τα καμώματά του φώτισα τις μαύρες μου

Πάλι

Μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Μπαίνω μέσα στο μπαξέ 

Γεια σου, κύριε μενεξέ


Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

 




Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΙΛΑ

Μάτια ζωντανά που κοιτάζονται

πόνος που εκφράζεται

τόσα παιδιά τόσες γυναίκες 

να ξεριζώνονται -  

ένα χέρι να την αποκόβει από μία πόρτα

να την φυλά στο κόρφο του

ως θησαυρό ιερό

ως μάρτυρα γεγονότων

ως τα μάτια που είδαν- 

η εικόνα να τον ακολουθεί 

να εξιστορεί 

να θυμάται 

Φάρασα Καππαδοκίας- 1924



Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024


Μεταμόρφωση σε αγριελιά

    Κοντά σε ένα ποτάμι, καταμεσήμερο, νεαροί βοσκοί, βλέπουν, κάπως μακριά τους, σκιές να χορεύουν. Πηγαίνουν πιο κοντά και τις αντικρίζουν. Νεαρές, δροσερές, πανέμορφες. Κρατούσε η μία το χέρι της άλλης και χόρευαν κυκλικά. Αρχίζουν κυκλικά δήθεν να χορεύουν και οι νεαροί, κοροϊδεύοντας τις κινήσεις των κοριτσιών. Μέσα σε μία στιγμή σχεδόν χωρίς να το έχουν οι ίδιοι καταλάβει, βλέπουν ο ένας τον άλλο με μάτια γουρλωμένα. Από τους ώμους, τα χέρια, τα μαλλιά να φυτρώνουν κλαδιά ελιάς, τα πόδια τους βυθίζονται μέσα στο χώμα και να γίνονται ρίζες. Δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Μόνο πικρά δάκρυα μπορούσαν να χύνουν. Έτσι κυκλικά στέκουν ακόμη και σήμερα, εκεί στην όχθη του ποταμού. 

 

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

 



Θερινό στιγμιότυπο 

Ποιος έκανε τον ήλιο; 

Ποιος έκανε τη στεριά και τη θάλασσα; 

Ποιος έκανε τις χρυσές γραμμές μέσα στη θάλασσα; 

Αυτές τις χρυσές γραμμές, εννοώ- 

αυτές μπροστά από την ξερή, σκοτεινή γη, 

αυτές που αναφαίνονται μέσα από τη θάλασσα. 

Για μια στιγμή υπάρχουν, 

φαίνονται να υπάρχουν. 

Τώρα τις βλέπω,

όλα για λίγο υπάρχουν, 

αρκεί να προλάβει κάποιος να τα δει. 

Για λίγο, έστω για λίγο, 

έτσι υπάρχουν.  

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

 Δεν ακολούθησα 


Δεν ακολούθησα το λιοντάρι

από φόβο μην χρειαστεί να κάνω 

πέντε βήματα- μη ρισκάρω 

Δεν ακολούθησα τον τίγρη

από φόβο μην χρειαστεί να κάνω

δέκα βήματα- μη τρέξω

Δεν ακολούθησα τον αετό 

από φόβο μην χρειαστεί να κάνω

δεκαπέντε βήματα- μη πετάξω  

(Ξέχασα πως τα πόδια μου μπορούν να τρέξουν)

Σιδερένια παπούτσια μη φορέσω 

Μη τρέξω, μη πέσω, μη και πάλι μη 

Στο τέλος συρρικνώθηκα σε ένα κλιπ τιτανίου 

Αυτό έμεινε ένα κλιπ τιτανίου! 


Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

  ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

    Ετοιμάζονταν να κυνηγήσουν και να σκοτώσουν φώκιες. Ένα όνειρο που είδε ένας γέρος βοσκός να μη σκοτώσει τον θαλάσσιο ελέφαντα ούτε τις μικρές φώκιες δεν τους εμπόδισε. Όνειρο ήταν και ξεχάστηκε!  

    Το ψάρεμα πήγε καλά! Χαρούμενοι επιστρέφουν και μοιράζονται την ψαριά. Στον γέρο βοσκό έλαχε το κρέας και το δέρμα του θαλάσσιου ελέφαντα και κάποιες από τις μικρές φώκιες. Αμέσως πάει στην καλύβα του, βάζει ξερόκλαδα να καίνε, εκεί στην παραστιά, και πάνω την κατσαρόλα. Γεμίζει η καλύβα του με καπνό και ακούγεται ένας θόρυβος, κάτι τόσο δυνατό δεν είχε ξανακούσει. Κλάμα, θρήνος, χωρίς να καταλαβαίνει από πού.  Μέσα στον καπνό σαν να του φάνηκε κάτι που έμοιαζε και με γυναίκα και με φώκια να καταριέται "Τόσο φρικτό θάνατο να βρίσκεται και εσείς που ψαρεύετε και δεν σας σταματούν τα όνειρα". 



Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 Ceasg 

Όμορφη γυναίκα με ουρά σολομού

στης θαλάσσης τα βάθη κατοικεί 

για τρεις πεθυμιές του ναυτικού

την ουρά κουνεί` τρέμει μην ερωτευτεί.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

 

ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ 

Με πόση λαχτάρα- μετά από χρόνια- φορά την μπόλια της 

και τρέχει προς τη θάλασσα. 




Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

 Kopakonan- Η γυναίκα φώκια

    Εκείνη τη δέκατη τρίτη νύχτα, μία κοπέλα αφαιρεί το δέρμα

 φώκιας και φανερώνεται όλη της η ομορφιά. Χορεύει μαζί με 

άλλες όμορφες γυναίκες. Αυτές προλαβαίνουν και ξαναφορούν, με 

τη χαραυγή, το δέρμα φώκιας και χάνονται στον ωκεανό. Αυτή 

δεν βρήκε το δικό της δέρμα. Κάποιος το είχε αρπάξει. Αυτός ο 

κάποιος την αναγκάζει να τον ακολουθήσει στην καλύβα του. Για 

χρόνια κάνει παιδιά μαζί του. Ξέρει που είναι το δέρμα της. Μέσα σε 

ένα μπαούλο. Αυτός έχει κλειδώσει το μπαούλο και έχει το κλειδί

κρεμασμένο στο λαιμό του. Μία νύχτα, που έχει φύγει για ψάρεμα, 

ξέχασε το κλειδί. Ανοίγει το μπαούλο, αρπάζει το δέρμα, το φορά και 

τρέχει προς τον ωκεανό. Αυτόν δεν θέλησε να τον ξαναδεί. Τα παιδιά 

της κατέβαιναν στην ακτή και χαίρονταν να βλέπουν μία φώκια να τα 

πλησιάζει.  


 Statue of The famous Seal Woman(Kópakonan) in Mikladalur, Faroe Islands


Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Άραγε πώς θα μυρίζει η Παράδεισος;



                                        Vera Kavura-The Sunset

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

 

Γνώριζα για πολέμους και ξεριζωμούς. Σε όλη μου τη ζωή ευχόμουν να μην βρεθώ στη θέση των άλλων που άκουγαν ότι έχαναν τους δικούς τους και τον τόπο τους. Αλλά ποιος τα ξέρει αυτά; Το ξερίζωμα το νιώθεις με όλο σου το σώμα. Πρώτα ξεκολλά η ματιά σου- δεν θέλεις ούτε καν να γυρίσεις και να κοιτάξεις το μέχρι χθες σου πώς είναι τώρα. Πώς να κοιτάξεις; Πώς; Πονάνε τα μάτια σου, πονά η καρδιά σου, πονάς σύγκορμη. Κι όμως τα πόδια σου δεν σε προχωράνε, πονάνε να φύγουν από τον τόπο τους, από εκεί που έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Πώς να φύγουν; Πονάνε κι αυτά. (αναστεναγμοί & η σιωπή κυριαρχεί για ώρες).

Τα πρώτα μου βήματα στο χώμα μου! Σε ένα πουγκί, στο αγαπημένο μου πουγκί, πρόλαβα και έβαλα μία χούφτα χώμα από τον κήπο μου. Να το ακουμπά στην καρδιά μου. Καρδιά- χτύπος-χώμα. Χώμα-χτύπος-καρδιά. Αχ καρδιά μου, δεν θα σε ξαναδώ. Δεν θα σε γευτώ, δεν θα σε μυρίσω, δεν θα σε χαϊδέψω. Δεν θα υπάρχεις, παρά μόνο μέσα στην καρδιά μου. Εκεί βαθιά που το αίμα όλων μας σμίγει. Εκεί θα ζεις!

Αρκεί να φτάσω απέναντι. Θα φιλήσω και εκεί το χώμα. Αρκεί να φτάσω σε στεριά. Αλλιώς, Θέε μου, σμίξε με με τους αγαπημένους μου. Αλλιώς, άφησε με ζωντανή να τους θυμάμαι, να ζουν και αυτοί μέσα μου. Κάπως θα ζουν και αυτοί, αν πατήσω στεριά, αν φτάσω απέναντι. Τόσες ψυχές, πάνω σε αυτό το ψαροκάικο, τόσο κοντά, σχεδόν αγκαλιαστά καθόμαστε. Δεν μιλάμε. Τι να λέμε; Οι καρδιές μας χτυπούν τόσο δυνατά, που είναι σαν να νιώθουν Ένα και όλες μαζί να προσεύχονται προς τον Δημιουργό μας, καθώς χαράζει.

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ 

    Γίνε αυτό που θέλει η καρδιά και η φαντασία σου! Αυτό 

έμαθε ο μικρός από το συναπάντημά με την πικραλίδα. "Πρώτα 

είδα τον  Ήλιο και θέλησα να γίνω κίτρινη με ηλιαχτίδες 

πολλές σαν Αυτόν. Μετά με γοήτευσε η Σελήνη, με τη λευκή της 

λάμψη, κι έγινα σαν αυτήν, λευκή και λαμπερή. Κι όμως 

αγάπησα  τα  αστέρια, αφέθηκα και τα δικά μου άστρα να 

πετάξουν μέχρι τον ουρανό". Σκέφτηκε ο μικρός ξανθός "Τι 

όμορφο να γίνεσαι ό,τι ποθεί η καρδιά σου!"