Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΓΑΛΗΝΗ

ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΓΑΛΗΝΗ


Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένας νέος. Ζούσε σε μία πολιτεία μακρινή. Ήθελε μόνο να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Καθώς συζητούσε με ένα νεαρό που σπούδαζαν μαζί, ακούει “Οι άνθρωποι είναι ένα κοπάδι που τρώει χορτάρι.Δεν είπε τίποτα. Ήξερε ότι δεν ήταν έτσι. Σκεφτόταν Ό,τι και να τρώνε, το μόνο που έχουν και μπορούν να έχουν είναι η αρετή.Όταν αγαπάς, νιώθεις γαλήνιος”.
      Αυτός ο νεαρός, μετά από χρόνια, είχε καταφέρει να γίνει βασιλιάς. Πήγε στο σπιτικό του παλιού του γνώριμου, φτωχού πλην φιλόξενου. Ζήτησε με λόγια περιφρονητικά “Τρεις κριθαρένιους άρτους έχεις να μου δώσεις;” Μόλις πήρε του άρτους, του λέει γελώντας “Και εγώ σου δίνω χόρτο από το λιβάδι.Ακούει ως απάντηση Βασιλιά μου, εμείς σου δώσαμε αυτό που τρώμε και εσύ εκείνο που τρωςκαι θυμώνει. Κατακόκκινος από το θυμό του του φωνάζει “ Στο γυρισμό θα είμαι νικητής και θα κάψω αυτή την πολιτεία. Όλοι οι άνθρωποι θα γίνετε δούλοι όπως κι ΕΣΥ!”. Για άλλη μια φορά δεν μίλησε, ήξερε ότι δούλος γίνεσαι, μόνο όταν δέχεσαι ότι είσαι δούλος. Σκεφτόταν “Ο βασιλιάς, κι ας μη το ξέρει, είναι σκλάβος του χρήματος”.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

3 μ.μ. ΤΡΙΤΗ

Σκούπα και φαράσι
στην άκρη του δρόμου
κάτι αχνοφαίνεται
ένα ασημένιο σκουλαρίκι
κάποιος ή κάποια το πέταξε
ένας ερωτευμένος
ακόμη
δικό της απομεινάρι
που τα μάτια του βάρυνε
κάθε πρωί να το βλέπει
και να την περιμένει

ΟΧΙ ΠΙΑ

5 π.μ. ΣΑΒΒΑΤΟ

Ένα μπουκάλι κρασί
δίπλα στο παγκάκι
ακριβό
κάποιο ζευγάρι
ίσως χθες
γιόρταζε
την πρώτη του συνάντηση
Ποιος ξέρει
Θα φέρουν τη στιγμή
το κρασί πίσω

ΟΧΙ ΠΙΑ

2 μ.μ ΚΥΡΙΑΚΗ

Ένας πίνακας
πεσμένος στο δρόμο
κάτω
από το παράθυρο
love more and more

ΟΧΙ ΠΙΑ


Στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ του Νέλσον Μολίνα μου φάνηκε ότι τα είδα. Υπήρχαν, δεν υπήρχαν, δεν μπορώ να το αποδείξω.

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Κάποτε
Ναι κάποτε!

Ποτέ
Κι όμως
τόσα βλέμματα
στα πόδια μου
και να χορεύω!

Κάποτε
το κύμα με τρόμαζε
κι όμως τα μάτια μου
με ήθελαν
πέρα στα ανοιχτά
με τα κύματα να χορεύω!

Κάποτε
τα ρούχα έντυναν
την ντροπή μου
και να με γυμνή να χορεύω!
Όπως η φύση μ’ έπλασε

Ένα δυο βήματα
για αρχή
και παίρνω φόρα
παίρνει κι αυτή
η λύκαινα
σμίγουμε
και να με τώρα χορεύω
γυναίκα-λύκαινα!

Από πότε;
Από πάντα
Για πάντα




Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ
Μία εικόνα κοιτώ.
Κανένα δεν θυμάμαι.
Μου λένε “εσύ είσαι”.
Εγώ;
Μια αστραπή με ξυπνά σε άλλον κόσμο.
Μακρινό.
Ένα χέρι κρατώ.
Το πρόσωπο κοιτώ.
Και σβήνει.
Δύο βήματα πίσω.
Τα χέρια μου αδειανά.
Μετά ένα παιδί κρατώ.
Το πρόσωπο του δεν το γνωρίζω.
Σβήνει.
Το βλέμμα μου αδειανό.
Σε έναν κόσμο κλεισμένος.
Τόσο μόνος.
Ξάφνου ένα χτύπημα στην πλάτη.
Ένα χέρι. Μία αγκαλιά.
Κάτι λέω.
Δεν θυμάμαι τι.
Μου σφίγγει το χέρι.
Με αγάπη με κοιτά.
Δεν θυμάμαι…



Unforgettable - A Walk with Alzheimers

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

         Μια φορά και έναν καιρό ένα φεγγάρι λαμπερό. Χαρά έδινε στους ανθρώπους και όνειρα πολλά. Όσο για τους ερωτευμένους, μαζί το κοιτούσαν και έλεγαν “μαζί σου και στο φεγγάρι”. Κι όμως ξαφνικά χάθηκε. Του ουρανού το φίδι το ζήλεψε. Πήγε κοντά του. Άνοιξε το στόμα του. Μια χαψιά ήταν όλο. Πόση στενοχώρια, πόσα κλάματα. Οι ερωτευμένοι αγκαλιάζονταν, μαγεύονταν από τα άστρα, μα κάτι έλειπε. Μέχρι που ο ζωγράφος του ουρανού τους λυπήθηκε. Πήρε το πινέλο του και έφτιαξε ένα φεγγάρι. Έστω και μισό καλό είναι!



Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Κάποτε ένα χαρτί
τσαλακωμένο
Κανείς δεν έμαθε ποτέ
πώς τσαλακώθηκε
Δυο βουτιές μες στη θάλασσα
εκεί το βρήκε ένα παιδί

Ένα χαρτί τσαλακωμένο
τι να το κάνει το παιδί;
Το πήρε στα χέρια του
Ξάπλωσε στην άμμο
Τον ουρανό κοιτούσε
ό,τι έβλεπε στα σύννεφα
το έκανε
Πουλί
Δέντρο
Γυναίκα
Βράχος


Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

ΡΩΓΜΕΣ

ΡΩΓΜΕΣ
Κάποτε σε μια χώρα, όπως φαίνεται στο χάρτη, μακρινή, ζούσε ένας άντρας. Από όταν ήταν νέος, λαχταρούσε μία ήρεμη ζωή. Συλλογιζόταν “Ποιο ταλέντο έχω; Θα μπορούσε να μου προσφέρει την ηρεμία που λαχταρώ;”. Μαθήτευσε για χρόνια, δούλεψε πολύ κι έμαθε την τέχνη της κεραμικής. Ταξίδεψε μάλιστα σε μία ακόμη πιο μακρινή χώρα για να μάθει ακόμη πιο πολλά δίπλα σε έναν ιδιαίτερα σοφό δάσκαλο. Μία μέρα έφτιαξε μία βάση και τη στόλισε με λευκή επίστρωση. Με το που την είδε ο δάσκαλος του λέει “Γιατί δεν σκέφτεσαι λιγάκι διαφορετικά;”. Τότε σήκωσε ψηλά το κεραμικό και το χτύπησε με δύναμη στο έδαφος. Του λέει ο δάσκαλος “Η μορφή ας μην είναι πάντα ίσια. Κι έτσι είναι όμορφο”. Γύρισε στη χώρα του. Μοιράστηκε τη ζωή του και την τέχνη του με τη συμβία του. Τα χρόνια περνούσαν. Περίπου στο μεσοστράτι της ζωής του ένιωθε ότι η ζωή του δεν ήταν τόσο όμορφη όσο την ήθελε. Αναρωτιόταν “Ποιος είμαι;”. Αποχαιρέτησε την οικογένεια του. Άρχισε ένα μακρύ ταξίδι. Έψαχνε να βρει ποιος είναι. Έψαξε πολύ και ανακάλυψε “Κάθε μέρα ζω το όμορφο και το ουσιαστικό για μένα”. Όσα είχε μάθει τόσα χρόνια τα δίδασκε στην κόρη του. Την άφηνε να ανακαλύψει, όμως, και τι ήταν όμορφο και σπουδαίο για αυτήν. Στον πηλό έβλεπε τα χέρια του, το μυαλό και την καρδιά του.



Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΗΣΕ

Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΗΣΕ
            Μια φορά κι έναν καιρό στο βασίλειο μίας περίεργης γης ζούσαν μάνες που αποχωρίζονταν τα παιδιά τους. Με διάφορους τρόπους. Ας πάρουμε την καλύτερη των περιπτώσεων: έμπαιναν σε μία βάρκα, μπορεί και πλαστική, και ταξίδευαν για ώρες. Δεν το διάλεξαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Δεν είχαν άλλη λύση. Κάποιες μάνες, όταν αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους, με μάτια γεμάτα δάκρυα ή στεγνά, ξεραμένα, μετά από πολλά δάκρυα, προσεύχονταν “Μακάρι μια καλή γοργόνα να σας προστατεύει στη θάλασσα”. Η αλήθεια είναι πως πολλοί άνθρωποι που σώθηκαν ακόμη λένε για ένα μαύρο τρομερό σύννεφο. Για την τρικυμία που σαν στάχυ σκορπισμένο πετούσε τη μια από δω την άλλη από κει τη βάρκα τους. Αλλά και για μια γοργόνα ξανθιά και όμορφη. “Με τα χέρια της κράτησε τη βάρκα και μας έβγαλε στην ακτή. Για αυτό, άλλωστε, και κανείς μας δεν πνίγηκε”.

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΝΟΤΕΣ

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΝΟΤΕΣ


            Μια φορά κι έναν καιρό μια μητέρα λάτρευε τη μουσική. Η ίδια τραγούδαγε κι έπαιζε ακορντεόν. Ήθελε κι ο γιος της να αγαπήσει τη μουσική. Ένιωθε ότι δεν θα τα κατάφερνε. Κάλεσε έναν έμπειρο δάσκαλο κιθάρας. Μετά από λίγο καιρό, ο δάσκαλος είπε στη μάνα “Δεν δείχνει να του αρέσει. Μόνο με τα παιγνίδια του παίζει”. Η μάνα του λέει “Εσύ να έρχεσαι να παίζεις. Να σε ακούει”. Έτσι κι έγινε. Το παιδί μεγάλωνε και καταλάβαινε ότι καλύτερο παιγνίδι από τις νότες δεν υπάρχει. Τις νότες μπορούσε να τις μεταφέρει παντού. Έπαιζε έπαιζε, ώσπου το λαούτο δεν τον ακολουθούσε σε όλες τις νότες που ήθελε να παίζει. Βλέπεις το ηχείο γέμιζε από νότες και κάποιες πνίγονταν και χάνονταν. Έφτιαξε, λοιπόν, ένα δικό του λαούτο που άφηνε τις μουσικές του ελεύθερες να ταξιδεύουν.


Δημήτρης Σιδερής- Ηλεκτρικό Λαούτο

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ

Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ
            Όπως ξέρετε, η Περσεφόνη ένα συνεχές ανέβα – κατέβα έκανε. Έξι φεγγάρια πάνω στη γη. Έξι φεγγάρια κάτω. Τα μερόνυχτα που περίσσευαν ήταν κάπου στο ενδιάμεσα - μέσα στη γη. Με πορεία τη μία προς τα κάτω. Την άλλη προς τα πάνω. Αυτό συνέβαινε για πολλά πολλά χρόνια. Ώσπου έχασε το δρόμο. Ήρθε η στιγμή να αποχαιρετήσει τη μάνα της. Άρχισε να κατεβαίνει. Ξάφνου μία τσάπα τη χτυπά στην πλάτη. Γεμάτη αίματα να την πίσω στην αγκαλιά της μάνας. Μέχρι να γίνει καλά περνούσαν μέρες και νύχτες. Κι ο έρμος ο Άδης να τη λαχταρά. Έγινε καλά με τον καιρό. Κατεβαίνει στην αραχνιασμένη κλίνη. Μέχρι, όμως, να χορτάσουν αγάπη και φιλί, ξεχάστηκαν. Κι οι άνθρωποι πάνω είχαν αρχίσει να τη λαχταρούν. Μπας και δουν κάνα λουλούδι να ανθίζει, κάνα καρπό να ξεφυτρώνει, κάνα φύλλο να πρασινίζει... Έρχεται. Χαρές η μάνα. Όλα ανθισμένα. Ο καιρός περνά γρήγορα. Λαχταρά κι αυτή την αγκάλη την ερωτική. Αρχίζει να κατεβαίνει. Ένα τρυπάνι την βρίσκει στο κεφάλι. Της ανοίγει τρύπα βαθιά. Μερόνυχτα και μερόνυχτα πολλά χρειάστηκαν και γιατροσόφια πολλά για να γιάνει. Ο Άδης να μαραζώνει...Επιτέλους σμίγουν. Θες η νοσταλγία, θες η ανησυχία, θες ο έρωτας, ο Άδης δεν την άφηνε να φύγει... Οι άνθρωποι βυθίζονταν στην απελπισία. Φοβόντουσαν ότι η Περσεφόνη δεν θα ξανάρθει. Μπας κι έχασε για πάντα το δρόμο;


Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Ο ΛΟΥΚΑΝΙΚΟΣ

                                     Ο ΛΟΥΚΑΝΙΚΟΣ

      Κάποτε ένα μικρό σκυλί “πετάχτηκε” στους δρόμους μιας μεγάλης πολιτείας. Κάπως βρώμικης. Όχι και με τόσο φιλικούς ανθρώπους. Βλέπεις οι δήθεν άνθρωποι του λέγανε “δεν μπορούμε να το κρατήσουμε”, “με δυσκολία τα βγάζουμε πέρα εμείς”, “να ταΐζουμε τώρα κι αυτό;”. Το αυτό. Με τον καιρό ονομάστηκε ΛΟΥΚΑΝΙΚΟΣ. Ίσως το σώμα του να θύμιζε λουκάνικο. Ίσως να κυνήγησε κάποτε ένα λουκάνικο που κρεμόταν έξω από κανένα φορτηγό-ψυγείο. Ποιος ξέρει; Θα ήθελα να πιστέψω ότι ονομάστηκε έτσι, επειδή όποιος το έβλεπε θαμπωνόταν από την ομορφιά του και φώναζε “LOOK!”.
       Στους κεντρικούς δρόμους της μεγάλης πολιτείας χαιρόταν να είναι μαζί με ανθρώπους “με καρδιά”. Που κρατούσε ο ένας σφιχτά το χέρι του άλλου. Που ύψωναν μέχρι τον ουρανό τις χαραγμένες σε πανιά επιθυμίες τους. Κι ο ουρανός να τους δώσει το δίκιο τους. Αυτοί ήταν οι φίλοι του. Μαζί τους διέσχιζε τους δρόμους. Αγωνίζονταν για έναν καλύτερο κόσμο. Τίποτα δεν τους εμπόδιζε. Κανέναν δεν φοβόνταν. Ποιον να φοβηθούν άλλωστε; Κάτι πανομοιότυπα ανθρωπάκια “δίχως καρδιά”; Που επιθυμίες δεν είχαν. Που δίκιο δεν ήξεραν τι είναι. Που στέκονταν ακίνητοι σαν να μην έρρεε αίμα στις φλέβες τους.
        Τα χρόνια πέρασαν. Οι άνθρωποι, οι “με καρδιά” αλλά και κάποιοι από τους “δίχως”, ακόμη τον θυμούνται. ΤΟΝ ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ.

ΛΟΥΚΑΝΙΚΟΣ 2004-2014



Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΗ

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΗ
           Κάποτε ένα έντομο, τόσο δα μικρό, άλλοι το λένε “μάντη”, άλλοι “αλογάκι της Παναγίτσας” προσευχόταν. Στη μέση του δρόμου! Να νόμιζε ότι η προσευχή του σταματά τα πάντα γύρω του; Ποιος ξέρει; Και τότε ένα κάρο ερχόταν ευθεία καταπάνω του! Ούτε που μετακινήθηκε, έστω λίγο στο πλάι. Έμεινε εκεί. Σήκωσε τα μπροστινά μακριά του πόδια ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε. Και όλο θυμό! Νόμιζε πως θα σταματούσε το κάρο.

Do you know the fate of the praying mantis?  It angrily stretches out its arms to arrest the progress of the carriage, unconscious of its inability for such a task, but showing how much it thinks of its own powers.  Be on your guard, be careful.  If you cherish a boastful confidence in your own excellence, and place yourself in a collision course with another, you are likely to incur the fate of the praying mantis.” Zhuangzi


Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

HISTOIRE ALL’ AMORE

             Όταν κοιταχτήκαμε για πρώτη φορά, νιώσαμε πόσο πολύ μοιάζαμε. Ίδιοι μα ίδιοι... Με τον καιρό φάνηκε ότι δεν μοιάζαμε και τόσο... πολύ... Τότε αρχίσαμε να βλέπουμε αφ’ υψηλού ο ένας τον άλλο, σε ό,τι αλλιώτικο έδειχνε. Μέχρι που ο ένας μας “έστυψε” τον άλλο σ’ ό,τι καλό είχε. Μετά “μαχαιρωθήκαμε”. Ο καθένας μας, μόνος του, ένιωθε ξεφλουδισμένος, έχοντας χάσει ό,τι πιο πολύτιμο, "το μισό του εαυτό". 




Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017




ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ


                                                       “Σε κάθε μας συνάντηση μ’ έναν οικείο, αντικρίζουμε έναν ξένο.”

                                                                                                                                        Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ



             Κάποτε μία γυναίκα ήταν παντρεμένη εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Ο άντρας της ξαφνικά, κάθε πρωί, άρχισε να τη ρωτά “Ποια είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ; Τι κάνεις εδώ;”. Δεν του έλεγε τίποτα. Μες τη μέρα άκουγε να της λέει “Είσαι εδώ για να μου κρατάς το χέρι, να μου δίνεις κουράγιο”. “Είσαι εδώ για να ακούς τη γκρίνια μου, να μου δίνεις δύναμη”. “Είσαι εδώ για να με αγκαλιάζεις, να νιώθω αγάπη”. Δεν την πείραζε που δεν ήξερε ποια είναι, ένιωθε ότι αγαπιούνται.





                                                                                                    
Margarita Sikorskaia

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΤΟΥΣΕ

Μια μέρα έκαναν δώρο σε έναν βασιλιά δυο γεράκια νεογέννητα. Τι να τα κάνει; Κάλεσε στο παλάτι τον καλύτερο εκπαιδευτή. Οι μέρες περνούσαν... Πάει ο εκπαιδευτής και λέει στο βασιλιά “Βασιλιά μου, το ένα γεράκι μπορεί να πετά.”. Ρωτά ο βασιλιάς “Το άλλο;”. Από την πρώτη μέρα κάθεται στο ίδιο κλαδί. Δεν κούνησε”, του λέει. Ρωτά ο βασιλιάς “Και πώς ζει; Τι τρώει;”. Ένας υπηρέτης ανεβαίνει στο δέντρο και το ταΐζει”, του λέει. Ο βασιλιάς έστειλε ντελάλη σε όλο του το βασίλειο. “Όποιος ξέρει από του γερακιού το πέταγμα, στο παλάτι να’ ρθει”. Πήγανε πολλοί, όλοι από κάτι ξέρανε. Το γεράκι παρέμενε στο ίδιο κλαδί. Ώσπου μία μέρα ήρθε ένας ξυλοκόπος. Τότε ο βασιλιάς είδε το γεράκι να αναπεταρίζει. Ρωτά ο βασιλιάς τον ξυλοκόπο “Ήρθαν τόσοι μόνο εσύ τα κατάφερες. Πώς;”. Του λέει “Έκοψα το κλαδί. Τι να κάνει το γεράκι; Άρχισε να πετά.”. Λέει ο βασιλιάς “Τότε ανακάλυψε ότι έχει φτερά.”.

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ
             Κάποτε... στις μακρινές ερήμους ένα καραβάνι έχασε το δρόμο του. Οι ταξιδευτές ήδη είχαν πορευτεί για μέρες... Είχαν αρχίσει να απελπίζονται. Ξαφνικά στον ορίζοντα είδαν μία καταπράσινη κοιλάδα και μία πάλλευκη πολιτεία. Προχώρησαν γρήγορα προς τα εκεί. Και ανακάλυψαν.. ένα ψηλό τοίχος έκλεινε το πέρασμα. Λίγοι αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν. Οι περισσότεροι έδειχναν κι έλεγαν “ Τόσο ψηλό το τοίχος! Θα πέσεις και θα σκοτωθείς.”. Κάποιοι έπεσαν. Τότε φώναζαν “Κανείς δεν μπορεί να το περάσει”. Ένας συνέχισε να σκαρφαλώνει... και τα κατάφερε. Έριξε ένα σκοινί να βοηθήσει και τους άλλους. Πήγαν να τον ευχαριστήσουν. Τότε κατάλαβαν ότι ήταν κουφός. Τα κατάφερε, επειδή δεν άκουγε τα λόγια τους. Έζησε αυτός καλά κι αυτοί που νόμιζαν ότι κανείς δεν μπορούσε να τα καταφέρει.


Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

ΝΑ ΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ!

ΝΑ ΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ!

         Κάποτε... ήταν ένας ζωγράφος. Ζωγράφιζε κορμούς και φύλλα δέντρων. Παγόνια, φασιανούς κι ορτύκια. Στους πίνακές του έβλεπες το καλάμι να αφήνεται στον άνεμο. Ένα με το φως το φόντο. Λιγοστά τα χρώματα. Οι γυναίκες έμοιαζαν με λουλούδια. Οι δράκοντες κι οι άνεμοι έμοιαζαν. Μπροστά σου έβλεπες μια τίγρη να πίνει νερό, άλλη να κουνά την ουρά της. Ένα ελάφι να προχωρά καμαρωτό.
         Μια μέρα... ένας ηγούμενος τον κάλεσε στο μοναστήρι. Του ζήτησε να ζωγραφίσει πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο. Περνούσαν οι μέρες. Όλοι ανυπόμονοι. Περίμεναν και περίμεναν. Τι να είχε ζωγραφίσει; Ώσπου ο ζωγράφος κάλεσε τον ηγούμενο να του δείξει. Ο ηγούμενος πήγε. Ο ζωγράφος ξεσκέπασε το ξύλο. Ο ηγούμενος, τότε, είδε ένα γέροντα με μακριά γένια να στέκεται κάτω από τα δέντρα και να κοιτάζει. Κρατούσε ένα κρασοπότηρο. Ο ηγούμενος κατάλαβε ότι ήταν ο μεγάλος ποιητής. Ο ποιητής δεν κοιτούσε πια έναν καταρράκτη, όπως τον ζωγράφιζαν οι άλλοι. Κι ο ηγούμενος ρώτησε
- Πού είναι ο καταρράχτης;
         Τότε ο ζωγράφος πάει κι ανοίγει την αντικρινή πόρτα. Φάνηκε ο κήπος του μοναστηριού. Ανάμεσα στους βράχους ένας μικρός καταρράχτης κυλούσε. Ο ηγούμενος κατάλαβε. Χαμογέλασε κι ευχαρίστησε το ζωγράφο.

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΗΜΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΡΠΑΣ

ΤΟ ΗΜΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΡΠΑΣ


        Κάποτε... στο Φαράγγι του Δράκοντα, έστεκε ένα δέντρο μαγικό. Με τον κορμό του και τις φυλλωσιές του. Έτσι έμοιαζε キリの木, σαν μία πελώρια αγκαλιά. Το ονόμαζαν κίρι το δέντρο του βασιλιά. Σήκωνε το κεφάλι του να μιλήσει με τα αστέρια. Οι ρίζες του βυθίζονταν μέσα στο χώμα. Έσμιγαν με, ξέρετε τώρα, το στρώμα του δράκοντα που κοιμόταν τόσο βαθιά.

        Μια μέρα το είδε ένας πολύ ικανός μάγος. Έκοψε τα κλαδιά του και έφτιαξε μία άρπα. Τη χάρισε στο Μεγάλο Βασιλιά. Όποιος κι αν προσπάθησε να βγάλει μελωδία από τις χορδές της δεν τα κατάφερε. Σαν η άρπα να τους χτυπούσε τα αυτιά με σκληρές, παράτονες κραυγές. Δεν αναγνώριζε κανέναν για δάσκαλο.

         Μέχρι που ήρθε ο πιο τρυφερός αρπιστής! Με το απαλό του χέρι χάιδεψε την άρπα και τρυφερά άγγιξε τις χορδές. Τραγούδησε για τη φύση και τις αλλαγές της. Για τα βουνά και τα ποτάμια. Οι μνήμες του δέντρου ξύπνησαν! Η γλυκιά ανάσα της άνοιξης χάιδευε τα κλαδιά του. Μετά τραγούδησε για τον έρωτα. Για τον πόλεμο. Για το δράκοντα που ίππευε το φως...

         Ο Μεγάλος Βασιλιάς τον ρώτησε “Πώς τα κατάφερες εσύ;” και ο τρυφερός αρπιστής του λέει “Άρχοντα, οι άλλοι τραγουδούσαν για τον εαυτό τους. Εγώ άφησα την άρπα να διαλέξει τι θα τραγουδήσει. Έγινα Ένα με την Άρπα”.

Taoist tale of the Taming of Harp



Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Ο ΕΧΩΝ ΕΝΑ ΟΣΤΡΑΚΟ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ

        Μια μέρα εκεί που αργοσερνόταν ένα σαλιγκάρι, το γνωστό οστρακοειδές με το στενόμακρο σώμα, ανασηκώνει ξάφνου τις δυο του κεραίες. Έκπληκτο. Βλέπει μπροστά του ένα άλλο στενόμακρο σαλιγκάρι. Χωρίς όστρακο! Το ρωτά “Τι έπαθες, εσύ;”. Του λέει “Για θυμήσου... Τον καινούργιο νόμο του δάσους”. “Του δάσους; Εμείς τέτοιους νόμους δεν έχουμε”, του λέει. Ξανακοιτάζει το γυμνό πια σαλιγκάρι και συνεχίζει “Ο Ενιαίος Φόρος Ακινήτων έχει έρθει από αλλού, το ξέρεις”. “Και επειδή εμείς κινούμαστε μαζί με το ακίνητο μας, αν δεν μπορέσουμε να το πληρώσουμε, αφαιρείται το κινητό μας σπίτι”, του λέει το στενόμακρο χωρίς όστρακο. Και συμπληρώνει “Μας γδύνουν. Ο έχων ένα μόνο όστρακο και τίποτα άλλο να μην έχει ούτε αυτό. Αναρωτιέμαι... Τι θα το κάνουν πια το όστρακο μου; Θα κυκλοφορούν κάποιοι από εμάς με δύο και τρία και παραπάνω όστρακα; Θα τα εκθέτουν σε συλλογές;...”

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

ΠΟΛΛΗ ΜΑΥΡΙΛΑ

ΠΟΛΛΗ ΜΑΥΡΙΛΑ

         Μια μέρα, ένα πράσινο πουλί, μάλλον χελιδόνι θα’ ταν, βρήκε στο πέταγμά του μπροστά πέντε μαύρα, κατάμαυρα πουλιά, μάλλον κοράκια θα’ ταν. Κρατούσαν πανιά ανοιχτά

ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Ε ΣΥ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ
ΜΗ ΜΑΣ ΦΑΣ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ ΜΑΣ

Το πράσινο πουλί φοβήθηκε. Με σιγανή φωνή που έτρεμε τους λέει “Έρχομαι από πολύ... μακριά”. Του λένε “Να πας ακόμη πιο μακριά. Όχι στο δικό μας τον Παράδεισο”. Τους λέει “Παράδεισος, που τρώτε σκουλήκια;”. Του λένε “Αυτά έχουμε... αυτά τρώμε... εσύ μακριά...” . “Δεν έρχομαι για αυτό”. “Δεν μας ενδιαφέρει γιατί ήρθες. Να πας πίσω στην Αφρική”, του φωνάζουν. Με ήρεμη φωνή τους λέει “Ξέρετε πώς είναι εκεί;”. “Ούτε ξέρουμε ούτε θέλουμε να μάθουμε... Εσύ μακριά”. Το πράσινο πουλί τους κατάλαβε κι έφυγε μακριά.

Bansky Clacton-on-Sea

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

ΚΙ ΟΜΩΣ ΓΕΛΑΣΕΣ



ΚΙ ΟΜΩΣ ΓΕΛΑΣΕΣ 

 
         Κι όταν ο Θεός είπε στο γέροντα θα ευλογήσω τη γυναίκα σου και θα σου κάνει παιδί, ο γέροντας προσκύνησε, αλλά είπε γελώντας Εκατό χρονών εγώ, ενενήντα αυτή και θα κάνουμε παιδί;”. Επειδή γέλασε, ο Θεός του είπε Ναι. Θα κάνετε ένα γιο σε εννέα μήνες και θα το βαφτίσετε Ισαάκ, που σημαίνει γέλιο. Η γυναίκα του, που στεκόταν πίσω, στο άνοιγμα της σκηνής, άκουσε. Γέλασε από μέσα της.  Και λέει μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα... Άλλωστε ο άντρας μου είναι γέρος. Λέει κι ο Θεός Γιατί γέλασε η γυναίκα σου από μέσα της και είπε ότι δεν μπορεί να κάνει παιδί; Σε λίγους μήνες θα έχεις ένα παιδί στην αγκαλιά σου. Αυτή φοβήθηκε και είπε Δεν γέλασα. Κι όμως γέλασες, της είπε ο Θεός.

ΓΕΝΝΗΣΙΣ 17-18, διασκευή

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Ο ΣΟΦΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ



Ο ΣΟΦΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Κάποτε σε μια χώρα μακρινή ζούσε  ένα γεροντάκι φρόνιμο και πλούσιο. Ήσυχα μαζί με τους γιους και τις κόρες του. Ήρθε δύστυχος ο χρόνος.. Πειρατές κούρσεψαν τη χώρα. Φτώχυναν και τα παιδιά του. Ο γέρος ζητιάνευε. Τους λέει Παιδιά μου, δέστε με και φορέστε μου αλυσίδες. Και στα χέρια και στα πόδια, όπως δένουν τους σκλάβους. Να με σύρετε και να με πωλήσετε στη Μεγάλη την Πόλη. Να βγάλετε και εσείς το χρόνο. Δένουν το γεροντάκι και απτα χέρια και απ τα πόδια. Από το λαιμό το σέρνουν και το πάνε στο παζάρι.
 Πάνε και λένε στο βασιλιά οι παραστεκάμενοι του Βασιλιά μας, έφεραν και πουλούν έναν γέρο στο παζάρι. Πηγαίνετε τώρα, τους λέει, και ρωτήστε αν ξέρει καμιά τέχνη. Πάνε και τον ρωτούν Λέγε, λέγε, γεροντάκι, ξέρεις καμιά τέχνη;”. Τους λέει Ξέρω. Είμαι λιθογνώστης. Γνωρίζω τι αξίζουν τα πολύτιμα λιθάρια.  Μόνο;”, του λένε. Και γνωρίζω και τη φύση των ανθρώπων και των αλόγων από ποια γενιά κρατούν.  Τα λόγια του γέροντα μετέφεραν στο βασιλιά και λέει ο βασιλιάς Αγοράστε τον. Πάνε στο γιο του να κάνουν παζάρι. Ο γιος τους, ο πολλά γραμματισμένος, τους λέει Με πέντε χιλιάδες γρόσια, δικός σας. Τους φάνηκε ακριβός, βλέπεις, Σαν πολλά δεν είναι;”. Το γεροντάκι γέρνει στο πλάι και λέει κρυφά Πιο πολλά αξίζω, άρχοντα μου, δώστα. Ούτε αυτοί δεν ξέρουν τι πουλούν ούτε εσύ τι αγοράζεις. Τότε δίνουν τα πέντε. Παίρνουν το γεροντάκι και το πάνε στο βασιλιά. Του δίνουν μια καμάρα κι ένα αφράτο παξιμάδι. Και μια κούπα κρασάκι, να περνάει τη ζωή του.
 Μετά από λίγο καιρό, στο παζάρι πουλούσε ένας μπεζεργιάνης ένα άλογο χαριτωμένο, όπως είπαν οι παραστεκάμενοι στο βασιλιά. Αυτός τους είπε Πάρτε το γεροντάκι στο παζάρι να το δει και να σας πει από ποια φυλή κρατά. Το γεροντάκι λέει μετά στο βασιλιά Χοντρομέρι, χοντροκόπρι, αργοκίνητο στη στράτα. Η φοράδα σαν το γέννα, ψόφησε. Το ταλαίπωρο πουλάρι έμεινε ορφανό και το ανάθρεψαν με γάλα βουβάλας. Σωστά τα είπε ο γέροντας. Του έδωσαν άλλο ένα παξιμάδι και δυο κούπες κρασάκι. 
           Μετά από λίγο καιρό, άλλος έμπορος πουλούσε πετράδι σε χρυσό κουτάκι. Έλεγε διαμάντι πολυτίμητο από τις μακρινές Ινδίες. Πάνε στο παζάρι τον γέροντα, τον πολλά πεπαιδευμένο. Βλέπει το πετράδι και τους λέει Δυο καρύδια κάνει. Είναι ψεύτικο. Έχει ένα σκωληκάκι που του δίνει λάμψη. Σαν ψοφήσει εκείνο, μένει σκοτεινός ο λίθος. Ο έμπορος θύμωσε και του λέει Πώς ξέρουμε ότι αυτά που λες είναι αλήθεια;”. “Φέρτε μου φύλλα από το βάτο και από τα σπαρτά μια ρίζα. Να καπνίσουμε το λίθο, να ψοφήσει το σκωλήκι. Να μάθεις ότι αξίζει μόνο δυο κούφια καρύδια. Έτσι και κάνουν. Ψοφά το σκωλήκι, χάνει τη λάμψη του ο λίθος. Δίνει στο γέροντα ο βασιλιάς άλλη μια κούπα κρασάκι κι ένα αφράτο παξιμάδι.
          Μετά από λίγο καιρό, προξενεύουν στο βασιλιά ένα όμορφο κορίτσι. Φωνάζει ο βασιλιάς το γέροντα να ανέβει στο παλάτι. Του δίνει κρασί και παξιμάδι. Τον πάει να δει το κορίτσι και να του πει από ποια γενιά κρατά. Στέκεται το κορίτσι μπροστά από το γέροντα. Της λέει Σύρε πάνω, σύρε κάτω, σύρε κείθε, έλα δώθε, να δω, να μάθω από ποια γενιά κρατάς. Έτσι έκανε κι αυτή και τον ρωτά Γέρο, πώς με είδες;”. “Ντροπή για το παλάτι λέει ο γέροντας και γυρίζει στο παλάτι. Πηγαίνει κοντά στο βασιλιά και του λέει το και το.
            Ο βασιλιάς τότε του λέει Δείξε μου κι εμένα, γέροντα, από τι γενιά κρατώ. Ορκίσου, βασιλιά, στη φυλακή να μη με βάλεις, να μη με θανατώσεις ούτε να με βασανίσεις και θα σου πω. Ορκίστηκε ο βασιλιάς πως κακό δεν θα του κάνει. Από τη φύση σου χωριάτης. Τη βασιλεία που χεις παρά φύση την επήρες. Του λέει ο βασιλιάς Σώπα, γερόντα μου, και πάω να ρωτήσω τη μάνα μου, την ευγενική σουλτάνα.  Έτσι κι έκανε. Μαθαίνει ότι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Του λέει Κι ήρθε ο γέρος ο φουρνάρης, ο χοντρός ο καρβουνιάρης, ο κατζίβελος χωριάτης, που έκαμε πολλά γυφτούδια κι έσμιξα μαζί του. Γυρνά στο γεροντάκι και του λέει ο καλός ο βασιλιάς Αλήθεια όσα μου πες. Του δίνει χίλια φλωριά και τον ελευθερώνει, αρκεί να μην πει σε κανέναν από τι γενιά κρατά. Χάρηκε το γεροντάκι. Γύρισε στα παιδιά του και στα σπίτια τα δικά του. Χάρηκαν και τα παιδιά του. 



Διασκευή ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΤΩΧΟΛΕΟΝΤΟΣ